Άνθρωποι που φιλήθηκαν στα χείλη, δεν μπορούν να κοιταχτούν σαν φίλοι.


Και ανώτερη το έπαιξα! Και κινήθηκα στα δικά σου μονοπάτια. Περπάτησα στο δρόμο σου, μήπως και καταφέρω να σε βγάλω από μέσα μου.

Γονάτισα τον πόνο. Κάθε φορά που απομακρυνόμασταν, κάθε φορά που έλεγα πως δε με νοιάζει. Κάθε φορά που με κερνούσα απλόχερα ένα ψέμα. Κάθε φορά που ήθελα να σφυρίξει αέρας αδιαφορίας. Και έπαιζα καλά τον ρόλο μου, όπως άλλωστε και εσύ. Οσκαρικές οι ερμηνείες μας. Αξίζαμε χειροκρότημα.

Χειροκρότημα για τα χάλια μας.

Έλα, ας μην κρυβόμαστε, άνθρωποι που φιλήθηκαν στα χείλη, δεν μπορούν να κοιταχτούν σαν φίλοι.
Έλα, ας μην κρυβόμαστε, άνθρωποι που μοιράστηκαν μυστικά ψυχής, δεν μπορούν να γίνουν δυο ξένοι μέσα σε μια στιγμή.
Έλα, ας μην κρυβόμαστε, άνθρωποι που πάγωσαν το χρόνο σε μια αγκαλιά, που έγιναν ο ένας το άρωμα του άλλου, δεν μπορούν να φορέσουν το πουκάμισο της αδιαφορίας. Πάντα θα τους στενεύει, πάντα θα τους πνίγει, πάντα θα τους προδίδουν τα μάτια τους! Πάντα!

Και σε εκείνο το πάντα, θα ζει σαν απωθημένο ό,τι δεν πρόλαβαν να πουν, να ζήσουν, να τολμήσουν. Σε εκείνο το βλέμμα, που πετάει σπίθες αντοχής, σπίθες μια ηλίθιας υπομονής.

Μιας υπομονής που σιγοψιθυρίζει πως τελεία δεν έχει μπει. Πως το κεφάλαιο δεν έχει κλείσει. Πως κομμάτι δικό σου είμαι ακόμα, πως κομμάτι δικό μου είσαι που δεν ζει σε ξένο σώμα.

Και έπαιξα το παιχνίδι σου. Κι ας πονούσα. Δεν είχα άλλο τρόπο να σε κερδίσω. Και κάθε φορά που πρόβαρε αυτή η φιλία, πονούσα. Κάθε φορά που έβλεπες να απομακρύνομαι, πλησίαζες ξανά. Δειλά, μα σταθερά.

Περπάτησα στο δρόμο σου, μίλησα τις λέξεις σου, αφουγκράστηκα την σιωπή σου, ένιωσα το βλέμμα σου να με αγγίζει, το σώμα σου μέσα σου να με κλείνει. Και χάθηκα.

Χάθηκα στην αποδοχή. Σε ένα σ’αγαπάω που σου είχα πει! Θυμήθηκα το χαμόγελό σου κάποια στιγμή και ρίγη νοσταλγίας πλημμύρισαν όλο το κορμί. Χάθηκα στο χώρια, σε εκείνο που μας όρισες εσύ.

Και τώρα, ξέροντας την αλήθεια, βιώνοντας πλέον την συνήθεια, έχοντας σε, τόσο κοντά μου, μα ταυτόχρονα τόσο μακριά μου, έχω να σου πω, πως τελικά με νίκησες. Άφησα το συναίσθημα να με “καταπιεί”, αποδέχτηκα του πόνου την φυγή και σε έκρυψα σε εκείνο το κουτάκι της ψυχής που δεν αγγίζεται εύκολα γιατί αιμορραγεί.

Και κινήθηκα στα δικά σου μονοπάτια. Περπάτησα στο δρόμο σου, μήπως και καταφέρω να σε βγάλω από μέσα μου. Και τα κατάφερες. Με έκανες τις λέξεις σου να μην τις νιώθω πια και όταν ήρθες κοντά μου σίγουρος για εμάς, εγώ δεν είχα πλέον άλλη αγάπη να σου δώσω και αυτό με πόνεσε διπλά.

Πηγή : loveletters.gr