Ενσυναίσθηση, είναι μια λέξη την οποία δεν είχαμε καταφέρει να εντάξουμε στο λεξιλόγιο μέχρι πρόσφατα και πολλοί ακόμα από εμάς ίσως να μην γνωρίζουν τι σημαίνει επ’ ακριβώς και πού συμβάλλει. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια ακούμε να γίνεται λόγος γι’ αυτήν όλο και πιο συχνά. Ας ρίξουμε λοιπόν μια ματιά στην περιβόητη ενσυναίσθηση και σε ποιους ακριβώς τομείς της ζωής μας είναι χρήσιμη.
Από επιστημονικής άποψης, η ενσυναίσθηση είναι ένα εργαλείο της ψυχοθεραπείας, αν και τα τελευταία χρόνια έχει περάσει τα στενά όρια της ψυχαναλυτικής επιστήμης και έχει μπει για τα καλά σε όλους τους τομείς των διαπροσωπικών μας σχέσεων. Εάν μπορούμε να δώσουμε έναν απλοϊκό ορισμό στο τι σημαίνει ενσυναίθηση, αυτός θα ήταν ότι είναι το «εργαλείο» εκείνο το οποίο μας βοηθά να μπούμε στην ψυχολογία του άλλου ατόμου ούτως ώστε να μπορέσουμε να δούμε με τα μάτια του, να ακούσουμε με τα αυτιά του και να αισθανθούμε με την καρδιά του χωρίς ωστόσο να χάσουμε τη δική μας συναισθηματική ταυτότητα.
Το ρήμα «συν – αισθάνομαι» μπορεί να περιγράψει τέλεια την ουσία της ενσυναίσθησης. Αισθάνομαι μαζί σου σημαίνει ότι δεν περιορίζομαι σε μια απλή κατανόηση της κατάστασής σου αλλά ότι αφήνω τη λύπη ή τη χαρά σου να γίνει δική μου.
Η έννοια της ενσυναίσθησης αρχίζει με την αντίληψη των συναισθημάτων του άλλου ατόμου, κάτι το οποίο φυσικά θα μας ήταν πολύ πιο εύκολο εάν μοιράζονταν τα συναισθήματά τους μαζί μας. Ωστόσο, επειδή τις περισσότερες φορές ούτε οι ίδιοι δεν γνωρίζουν τα συναισθήματα τους είναι σημαντικό να μαντέψουμε και να προσπαθήσουμε να τα καταλάβουμε από τη μη λεκτική τους επικοινωνία (κι εδώ ακριβώς έγκειται η διαφορά στην απλή κοινωνική άνεση και στην ενσυναίσθηση καθώς στην πρώτη περίπτωση ναι μεν αισθανόμαστε βολικά στην επικοινωνία, αλλά δεν έχουμε την αίσθηση ότι ο άλλος είναι εναρμονισμένος με τα δικά μας συναισθήματα κάτι το οποίο συμβαίνει στη δεύτερη περίπτωση).
Η προσεκτική παρατήρηση των άλλων (αυθόρμητες εκφράσεις προσώπου, χειρονομίες ,ματιές κλπ) ανοίγουν το μονοπάτι προς την ενσυναίσθηση. Σε αυτό το αδιόρατο επίπεδο συνεχίζουμε μια βουβή φλυαρία σαν να σκεφτόμαστε φωναχτά, ένα είδος αφήγησης ανάμεσα στις γραμμές που επιτρέπει στον άλλον να καταλάβει πώς αισθανόμαστε την κάθε στιγμή και να προσαρμοστεί ανάλογα.
Ένα ωραίο παράδειγμα ενσυναίσθησης είναι ένα κοινωνικό πείραμα το οποίο έγινε σε ζευγάρια. Σε αυτό το πείραμα, ο ένας από τους δυο ο οποίος συνεργαζόταν κρυφά με τους ερευνητές είχε το δάχτυλο δεμένο με επίδεσμο και φαινόταν να υποφέρει. Κάποια στιγμή προσποιήθηκε ότι χτύπησε πάλι το πληγωμένο δάχτυλό του.
Αν ο σύντροφός του τύχαινε να τον κοιτάζει προσεκτικά, το υποτιθέμενο θύμα μόρφαζε από τον πόνο μιμούμενος τις εκφράσεις του προσώπου του άλλου. Όσοι όμως από αυτούς δεν συναισθάνονταν τον πόνο τους, σπανίως μόρφαζαν με τον πόνο τους έστω κι αν αντιλαμβάνονταν ότι ο άλλος πονούσε. Η έννοια της ενσυναίσθησης λοιπόν αρχίζει με την αντίληψη των συναισθημάτων του άλλου.
Εν ολίγοις, η ενσυναίσθηση βοηθά τους ανθρώπους σε κάθε διαπροσωπική σχέση καθώς τους φέρνει πιο κοντά στο να καταλάβουν ο ένας τον άλλον. Με τον τρόπο αυτόν αναπτύσσεται ένας αμοιβαίος σεβασμός, μειώνονται οι εντάσεις και δημιουργείται ένα κλίμα εμπιστοσύνης. Όταν κάποιος σε ακούει με ενσυναίσθηση δεν ακούει απλά τον συνομιλητή του, κάνει κάτι πολύ περισσότερο, αντιδρά με αμοιβαία κατανόηση.
Μπορεί έτσι να αντιληφθεί και να ερμηνεύσει το μήνυμα του συνομιλητή του δίνοντας παράλληλα την πιο κατάλληλη απάντηση. Η απάντηση αυτή μπορεί να αποτελέσει βασικό στοιχείο επικοινωνίας και η επικοινωνία αυτή αντίστοιχα μας κάνει να αισθανόμαστε όμορφα, δημιουργεί μια αρμονική λάμψη συμπαθητικότητας, μια αίσθηση φιλικότητας. Μας κάνει να αισθανόμαστε όμορφα και παράλληλα μας ηρεμεί καθώς μας δημιουργεί την αίσθηση ότι μας έχουν ακούσει πραγματικά και μας έχουν καταλάβει. Έτσι, ως εκ θαύματος νοιώθουμε καλύτερα.
Πηγή : ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ