Η ανάγκη να ερχόμαστε κοντά, να αγαπάμε και να μας αγαπούν είναι στη φύση μας. Όταν αγαπάμε κάποιον, θέλουμε να τον κάνουμε ευτυχισμένο, να καλύπτουμε τις ανάγκες του, να μαντεύουμε τα θέλω του. Τον έχουμε στο μυαλό μας περισσότερο από ό,τι έχουμε τον ίδιο μας τον εαυτό, ξεχνώντας ότι είμαστε ξεχωριστά άτομα και έχουμε κι εμείς επιθυμίες και ανάγκες δικές μας και μόνο.
Τη μορφή αυτής της αγάπης την έχουμε μάθει από πολύ μικρή ηλικία καθώς αποτελεί την πρωταρχική εικόνα της, η οποία είναι η σχέση μητέρας-παιδιού. Ο καθένας λοιπόν θέλοντας να αναπαράγει αυτή την αγάπη και να αναβιώσει την αίσθηση αυτή που είχε σε τόσο μικρή ηλικία μπορεί να δημιουργήσει καταστάσεις στις οποίες να παραμελεί τις δικές του ανάγκες και να παίρνει χαρά από την αφοσίωσή του στο σύντροφό του ικανοποιώντας αποκλειστικά τις επιθυμίες του.
Έτσι, δίνοντας ιδιαίτερη αξία στον άλλον και αφήνοντας πίσω τον εαυτό του, θέλοντας να δεθεί μαζί του και να αγαπηθεί, δημιουργεί εξάρτηση. Όταν λοιπόν κάποιος χρειάζεται τόσο πολύ τον άλλο, προσπαθεί να εκμηδενίσει την απόσταση ανάμεσά τους, να κλείσει το αναπόφευκτο κενό που υπάρχει ανάμεσα στο εγώ και στο εσύ ώστε να μην έρθει αντιμέτωπος με την απομάκρυνση και την απώλεια που είναι για εκείνον καταστροφικές και μπορεί να τον οδηγήσουν στην κατάθλιψη.
Οι λόγοι που οδηγούν στη διαμόρφωση αυτού του χαρακτήρα
Ο βασικός φόβος που υπάρχει πίσω από αυτές τις προσωπικότητες που οι ψυχαναλυτές ονομάζουν «καταθλιπτικές» είναι ο φόβος να εξελιχθεί κανείς σε ένα αυτόνομο Εγώ το οποίο σημαίνει απώλεια της ασφάλειας. Εδώ πρέπει να τονίσουμε πως ο όρος «καταθλιπτικές» δεν αφορά ανθρώπους οι οποίοι πάσχουν από κατάθλιψη, αλλά που η διαμόρφωση της προσωπικότητας και του χαρακτήρα τους έχει στηριχθεί σε καταθλιπτικά δυναμικά στην παιδική τους ηλικία.
Με απλά λόγια, παραδείγματα καταθλιπτικών δυναμικών για ένα παιδί μπορεί να είναι μία υπερπροστατευτική μητέρα ή μία μητέρα που αγκιστρώνεται πάνω στο παιδί της δίνοντάς του να καταλάβει πως εκείνο αποτελεί τη μοναδική πηγή ευτυχίας της. Όταν εκείνο εκφράζει ατομικές του επιθυμίες και ανάγκη για ανεξαρτησία, μπορεί να επηρεάσει άμεσα τη μητέρα του (σαν οι δυο τους μητέρα-παιδί να είναι ένα) και να την πληγώσει. Πολύ συχνά, αυτό συμβαίνει σε περιπτώσεις χωρισμένων γονέων ή απώλειας του ενός γονέα, όπου εκείνος που μένει και μεγαλώνει τα παιδιά προσκολλάται σε αυτά και δεν τα αφήνει να αυτονομηθούν όπως πρέπει από φόβο μήπως τα χάσει εντελώς και μείνει μόνος του στη ζωή.
Άλλα παραδείγματα τέτοιων δυναμικών μπορεί να είναι η παραμέληση των αναγκών του παιδιού (φυσικών ή συναισθηματικών) από τους γονείς, η αποθάρρυνση του πένθους και της στεναχώριας ως συναισθήματα του παιδιού μέσα στην οικογένεια και η άσκηση κριτικής από τη μεριά των γονέων. Τελευταίο και πολύ σημαντικό παράδειγμα καταθλιπτικών δυναμικών που μπορεί να διαμορφώσουν τον χαρακτήρα του παιδιού είναι η πραγματική ύπαρξη κλινικής κατάθλιψης σε έναν από τους δύο γονείς, ειδικά όταν συμβαίνει στα πρώτα χρόνια της ζωής του.
Έτσι λοιπόν, το παιδί μεγαλώνει έχοντας χτίσει ισχυρές πεποιθήσεις γύρω από το τι είναι η αγάπη, πώς πρέπει να εκφράζεται και πώς όχι και μεγαλώνοντας δημιουργεί σχέσεις αναπαράγοντας το μοντέλο το οποίο έχει διδαχθεί στην παιδική του ηλικία. Πολύ συχνά σε αυτούς τους ανθρώπους συναντάμε την ανάγκη γενικότερα της προσκόλλησης, όχι μόνο σε ανθρώπους που αγαπούν αλλά και στο να αποχωριστούν πράγματα στα οποία έχουν κατά κάποιο τρόπο επενδύσει έχοντας γι’ αυτούς συναισθηματική αξία.
Τι μπορούμε να κάνουμε
Όταν σε όλα τα παραπάνω βλέπουμε τον εαυτό μας και τον τρόπο που εμείς οι ίδιοι εκφράζουμε την αγάπη μας, τότε αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να εστιάσουμε στην ενδυνάμωση του Εγώ και της αξίας μας. Να βάλουμε κάτω τους λόγους για τους οποίους αξίζουμε να αγαπηθούμε χωρίς να δωροδοκούμε τους άλλους δίνοντας τους ότι μας έχει απομείνει.
Να διαχωρίσουμε τις επιθυμίες και τις ανάγκες των άλλων από τις δικές μας και να φροντίσουμε λιγάκι περισσότερο τον εαυτό μας, κάνοντας πράγματα για εμάς και ας μην ικανοποιούν απαραίτητα και επιθυμίες άλλων ανθρώπων. Ο εαυτός μας είναι ότι πολυτιμότερο έχουμε και οφείλουμε να τον αγαπάμε και να τον φροντίζουμε, αν θέλουμε να δουν και οι άλλοι γύρω μας τους λόγους για τους οποίους αξίζει να μας αγαπήσουν και να μας φροντίσουν.
Η ψυχοθεραπεία είναι ένα πολύ καλό ξεκίνημα σε όλη αυτή την προσπάθεια για αυτονομία του Εγώ και ενίσχυση της αυτοεκτίμησης. Ένας μεγάλος φόβος όσων ξεκινούν ψυχοθεραπεία είναι μήπως βελτιώνοντας τον εαυτό τους και κοιτώντας περισσότερο τις ανάγκες τους χάσουν όσους αγαπούν. Η απάντηση μου σε αυτό είναι πως κανείς που πραγματικά μας αγαπάει και αξίζει να βρίσκεται δίπλα μας δεν πρόκειται να φύγει επειδή αποφασίσαμε να κάνουμε πράγματα με σκοπό την ευτυχία, την ευημερία και την ποιότητα ζωής μας. Αντιθέτως η μεγαλύτερη απόδειξη ότι πραγματικά κάποιος μας αγαπά είναι η στήριξη του σε αυτή τη διαδικασία και η προσπάθεια του να ενισχύσει αυτή μας την προσπάθεια με κάθε δυνατό μέσο.
Πηγή : Ανδριάνα Παπαχρήστου, Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια / Εναλλακτική Δράση