Ο χρόνος είναι ένα εκπληκτικό και συναρπαστικό φαινόμενο. Πιστεύεται ότι αποτελεί θεμελιώδης ποιότητα του σύμπαντος που, μαζί με τις τρείς γνωστές διαστάσεις του χώρου (ύψος, μήκος, πλάτος) συνιστά αυτό που περιέγραψε ο Αϊνστάιν ως χωροχρόνος. Επιπροσθέτως, ο ίδιος απέδειξε ότι ο χρόνος είναι σχετικός και μάλιστα επιβραδύνεται εξαιτίας της βαρύτητας και της επιτάχυνσης. Γι’ αυτό, ο χρόνος είναι πράγματι σχετικός, ανάλογα με τον παρατηρητή του, παρά μια σταθερή μεταβλητή παντού στο σύμπαν.
Αλλά πέρα από τις θεωρητικές και πρακτικές εφαρμογές των θεωριών του Αϊνστάιν, σχεδόν κάθε άνθρωπος γνωρίζει ενστικτωδώς ότι ο χρόνος είναι σχετικός – επειδή φαίνεται ότι περνά γρηγορότερα όσο μεγαλώνουμε. Συνεπώς, ο τρόπος που το ρολόι μετρά το χρόνο και ο τρόπος που οι άνθρωποι τον αντιλαμβανόμαστε είναι αρκετά διαφορετικός. Αυτή η επιτάχυνση του υποκειμενικού χρόνου με την αύξηση της ηλικίας έχει μελετηθεί πολύ, αλλά δεν υπάρχει κάποια συμφωνία για την αιτία της.
Μία απλοϊκή εξήγηση που θα μπορούσε να εξηγεί ένα μέρος αυτής της αντίληψης είναι το απλό γεγονός ότι για έναν 10χρονο, ο 1 χρόνος αντιπροσωπεύει το 10% όλης της ζωής του και το 15-20% της συνειδητής του μνήμης. Αλλά ένας χρόνος για έναν 50χρονο αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 2% της ανακλητής ζωής του. Γι’ αυτό μιλάμε για εκείνες τις ατέλειωτες μέρες στο σχολείο και τα ατέλειωτα παιδικά καλοκαίρια, ενώ από την άλλη αναφερόμαστε σε εκείνες τις φευγαλέες σύντομες μέρες, εβδομάδες, μνήμες που οι περισσότεροι ενήλικες βιώνουμε.
Άλλη μία ενδιαφέρουσα υπόθεση πηγάζει από το γεγονός ότι τα παιδιά έχουν ταχύτερο καρδιακό ρυθμό και ρυθμό αναπνοής από τους ενήλικες. Γι’ αυτό, είναι πιθανό, και οι εγκεφαλικοί ρυθμοί επίσης να συμβαίνουν αρκετά ταχύτερα. Όπως ακριβώς ο καρδιακός βηματοδότης επιβραδύνει τον καρδιακό ρυθμό καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, είναι πιθανό και ο εγκέφαλος να έχει επίσης έναν βηματοδότη που επιβραδύνεται καθώς μεγαλώνουμε, και αυτός ο «νευρωνικός μετρονόμος» να παρέχει μια εσωτερική αίσθηση «περάσματος του χρόνου».
Πράγματι, αν ζητήσετε από ένα μικρό παιδί να κάτσει ήρεμα, να κλείσει τα μάτια του και να μετρήσει ένα λεπτό, τα περισσότερα παιδιά θα αναφέρουν ότι το λεπτό πέρασε μετά από 40 δευτερόλεπτα ή λιγότερο. Αν κάνετε το ίδιο πείραμα με ενήλικες ή ηλικιωμένους, το πιθανότερο είναι ότι θα αναφέρουν πως το λεπτό πέρασε σε 60 ή 70 δευτερόλεπτα. Συνεπώς, ο παιδικός εγκέφαλος «χτυπά» ταχύτερα από τον ενήλικο, επιτρέποντάς τους να έχουν πιο συνειδητές εμπειρίες σε ένα δοσμένο αντικειμενικό χρονικό πλαίσιο. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί στην υποκειμενική ροή του χρόνου.
Μια συναρπαστική εξήγηση που επεκτείνει τη θεωρία του «νευρωνικούς βηματοδότη» πρόσφατα αναλύθηκε από τον καθηγητή Adrian Bejan. Παρουσιάζει ένα επιχείρημα βασισμένο στη φυσική της επεξεργασίας του νευρικού σήματος. Ο Bejan υποθέτει ότι, στο πέρασμα του χρόνου, ο ρυθμός με τον οποίο επεξεργαζόμαστε οπτικές πληροφορίες επιβραδύνεται, και αυτό είναι που δημιουργεί την εντύπωση της επιτάχυνσης του χρόνου καθώς μεγαλώνουμε.
Κι αυτό επειδή ο αντικειμενικός μετρήσιμος χρόνος (του ρολογιού) δεν είναι ο ίδιος με τον απόλυτα υποκειμενικό «νοητικό χρόνο». Σε αντίθεση με τον αριθμό των δονήσεων ατόμων καισίου (ο συμφωνημένος ορισμός του ενός δευτερολέπτου), ο νοητικός χρόνος – η μνήμη – δεν είναι ποτέ πραγματική και συμφωνημένη.
Είναι μια κατασκευασμένη διαδικασία που περιλαμβάνει ένα μεγάλο ποσοστό νοητικού φαντασιακού. Ο Bejan πιστεύει ότι ο χρόνος, όπως τον βιώνουμε, αναπαριστά τις αντιληπτές αλλαγές στα οπτικά ερεθίσματα. Γνωρίζουμε ότι κάτι συνέβη, επειδή είδαμε την αλλαγή. Και τα πράγματα πάντα αλλάζουν προς μία κατεύθυνση, από την αιτία στο αποτέλεσμα. Ποτέ δεν θα δούμε ένα σπασμένο ποτήρι να ξανασυναρμολογείται και να επιστρέφει πίσω στο ράφι.
Με αυτό τον τρόπο, η εμπειρία μας για τον χρόνο είναι πάντα μια διαδικασία αναδρομικής διαδικασίας, που βασίζεται στη μνήμη και γι’ αυτό είναι σχετική, αλλά όχι μόνο με τον τρόπο που ο Αϊνστάιν το είπε. Φυσικά, η μνήμη είναι κάτι παραπάνω από μια σειρά εικόνων, υπάρχουν επίσης και άλλες αισθητηριακές διαστάσεις. Αλλά η κυρίαρχη αίσθησή μας είναι η όραση και γι’ αυτό ένα μεγάλο μέρος της μνήμης μας είναι οπτική.
Μπορούμε να σκεφτούμε την κάμερα, το φιλμ, τον προτζέκτορα και την ταινία ως μεταφορές της αναπαράστασης ενός κεντρικού μέρους της οπτικής μνήμης και της σχέσης της με το χρόνο. Όπως τα καρέ σε μια ταινία: όσο περισσότερα δει κάποιος σε ένα δευτερόλεπτο, τόσο πιο αργά φαίνεται να περνά η εικόνα. Όσο λιγότερα καρέ δει ανά δευτερόλεπτα, τόσο πιο γρήγορα θα κινηθεί η εικόνα. Με άλλα λόγια, η αργή κίνηση αποκαλύπτει πολλά περισσότερα καρέ από την φυσιολογική κίνηση ή τη γρήγορη κίνηση.
Ο Bojan εξηγεί ότι όσο μεγαλώνουμε, ο εξοπλισμός μορφοποίησης της νευρο-οπτικής μνήμης του εγκεφάλου επιβραδύνεται και παράγει λιγότερα «καρέ ανά δευτερόλεπτο». Αυτό σημαίνει ότι περισσότερος χρόνος περνά ανάμεσα στην αντίληψη κάθε νέας νοητικής εικόνας. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται και παράγουν περισσότερα μνημονικά καρέ ή νοητικές εικόνες ανά χρονικό διάστημα σε σύγκριση με τους ενήλικες, οπότε όταν θυμούνται γεγονότα, ανακαλούν περισσότερα οπτικά δεδομένα.
Αυτό είναι που προκαλεί την αντίληψη ότι ο χρόνος περνά γρηγορότερα, καθώς μεγαλώνουμε. Όταν είμαστε νέοι, κάθε δευτερόλεπτο του χρόνου είναι γεμάτο με πολλές περισσότερες νοητικές εικόνες σε σύγκριση με τον μεγαλύτερο εαυτό μας. Όπως μια κάμερα αργής κίνησης που συλλαμβάνει πολλά περισσότερα καρέ ανά δευτερόλεπτο σε σύγκριση με μια κανονικής ταχύτητας, και ο χρόνος φαίνεται να περνά πιο αργά όταν παίζουμε το φιλμ.
Η ριζική αιτία αυτής της υποκειμενικής χρονικής αλλαγής ταχύτητας, υποστηρίζει ο Bejan, είναι ότι το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των εγκεφαλικών νευρωνικών δικτύων αυξάνεται καθώς ωριμάζουμε και μεγαλώνουμε. Αυτό σημαίνει ότι τα ηλεκτροχημικά σήματα πρέπει να διανύσουν μεγαλύτερες αποστάσεις και μονοπάτια, γι’ αυτό και υπάρχει συντελείται επιβράδυνση της επεξεργασίας σημάτων. Επιπλέον, η γήρανση δημιουργεί συσσώρευση νευρικών βλαβών που προκαλούν μεγαλύτερη αντίσταση στη ροή των σημάτων.
Όπως το θέτει ο Bejan: «Οι άνθρωποι συχνά εκπλήσσονται από το πόσο πολλά θυμούνται από τις ημέρες που φαίνεται να περνούσαν πολύ αργά στα νιάτα τους. Δεν είναι ότι οι εμπειρίες τους ήταν βαθύτερες ή πιο ουσιαστικές, είναι απλώς ότι επεξεργάζονταν πιο γρήγορα». Φυσικά, τα φαινόμενο αυτό παραμένει ένα ακόμα από τα πιο ανεξήγητα, μεγαλύτερα μυστήρια. Η επιστήμη έχει ακόμα πολλά να μας δώσει ως προς το ζήτημα αυτό.
Πηγές:
Bejan, A. (2019). Why the days seem shorter as we get older. Cambridge University Press
Lazarus, A. A. (1978). In the minds eye. New York: Rawson