Κώστας Βίρβος – «Έφυγε» ο σπουδαίος λαϊκός στιχουργός


Η εμφάνισή του στο χώρο του τραγουδιού στα τέλη της δεκαετίας του ’40, και η καταλυτική παρουσία του σε αυτήν του ’50 όπως και στη συνέχεια, έδωσε στην ιδιότητα του στιχουργού την υπόσταση και το κύρος που δικαιούται.

Ο Βίρβος με την παιδεία, τον όγκο και την αξία της τέχνης του αλλά και τον αγωνιστικό του χαρακτήρα τοποθέτησε τον στιχουργό τουλάχιστον σε ίδια θέση και μοίρα με τον συνθέτη, και με την οπτική και την τεχνοτροπία του, την λυρική αλλά βαθιά ρεαλιστική γραφή του σηματοδότησε τις εξελίξεις στο ορθόδοξο λαϊκό τραγούδι με σημαδιακό και καίριο τρόπο.

virvos3

Χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε μορφές του λαϊκής στιχοπλοκής όπως ο Γιάννης Λελάκης, ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης (ο περίφημος Τσάντας), η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, που λειτούργησαν πριν αλλά και παράλληλα με τον Βίρβο, ο τρόπος που κινήθηκε ο τελευταίος, η συνέπεια και συνέχεια του και τα ξεκάθαρα καταγραμμένα αποτελέσματά του, τον χρίζουν ως τον πρώτο – χρονικά, ποσοτικά, ποιοτικά – επαγγελματία στιχουργό στο λαϊκό τραγούδι. Ακόμα και ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Νίκος Μάθεσης και άλλοι πρωτοπόροι του ρεμπέτικου, παρά την αρτιότητα και την έκταση των γραφόμενων τους δεν μπορούν να θεωρηθούν, με την αυστηρή έννοια του όρου, ως επαγγελματίες του λόγου στο τραγούδι.

virvos2

Σχεδόν παράλληλα με την παρουσία του Βίρβου στον στιχουργικό στίβο έκανε και την εμφάνιση του σε αυτόν ο Χρήστος Κολοκοτρώνης, με ιδιαίτερο τρόπο και ύφος γραφής, μεγάλες συνεργασίες και επιτυχίες στο ενεργητικό του, αλλά με μικρότερη διάρκεια, επιρροή και εμβέλεια σε σχέση με τον πρώτο. Ένας άλλος σημαντικός στιχουργός που από το ελαφρό τραγούδι μεταπήδησε στα χρόνια του ’50 στο λαϊκό με αξιόλογες επιδόσεις ήταν και ο Κώστας Μάνεσης. Δεν εξετάζουμε και δεν αναφερόμαστε στους επαγγελματίες του λεγόμενου ελαφρού τραγουδιού, αφού εκεί οι συνθήκες δημιουργίας, έκφρασης, δημοσιοποίησης και αντιμετώπισης των πονημάτων τους ήταν εντελώς διαφορετικές από αυτές του λαϊκού τραγουδιού.

Ο πατέρας του Βίρβου ήταν ευκατάστατος. Ασχολιόταν με το εμπόριο τυριών και βουτύρων που παρασκεύαζε ο ίδιος. Μάλιστα προόριζε τον μικρό Κώστα ως συνεχιστή των δραστηριοτήτων του. Αντίθετα εκείνος αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Τρικάλων το 1943, και στην συνέχεια από την Πάντειο Σχολή των Αθηνών και εγγράφτηκε στο τρίτο έτος της Νομικής Σχολής Θεσσαλονίκης, φτάνοντας μια αναπνοή από ένα ακόμη πτυχίο. Άλλωστε από μικρό παιδί, ο Κώστας Βίρβος, είχε δείξει ότι διαθέτει κλίση στα γράμματα.

Τα Τρίκαλα, και γενικότερα η Θεσσαλία αποτελούσαν ένα από τα οχυρά του λαϊκού τραγουδιού. Δεν είναι τυχαίο ότι δημιουργοί πρώτης γραμμής όπως οι Βασίλης Τσιτσάνης, Απόστολος Καλδάρας, Μπάμπης Μπακάλης, Χρήστος Κολοκοτρώνης κατάγονται από τα Τρίκαλα ενώ απ’ την Ζαγορά Πηλίου προέρχεται ο Θόδωρος Δερβενιώτης που συνεργάστηκε στενά με τον Βίρβο, διαμορφώνοντας μαζί με όσους αναφέραμε νωρίτερα και μερικούς ακόμη συνοδοιπόρους, την λεγόμενη βυζαντινή σχολή του ’50 που στην ουσία αποτέλεσε και τον κορμό του κοινωνικού λαϊκού τραγουδιού. Ο Βίρβος έχοντας συμμετοχή στην ΕΛΑΣ ΕΠΟΝ Πανεπιστημίου – Σπουδαστών και αργότερα στο αντάρτικο θα αποτυπώσει αργότερα τα βιώματά του μέσα από συγκλονιστικές, ανάγλυφες εικόνες.

Μέσα στη νύχτα σαν τον κλέφτη προχωράει
κάποιο παιδί σιγά στα σκοτεινά
σ’ ενός φτωχόσπιτου την πόρτα σταματάει
και ψιθυρίζει με λαχτάρα σιγανά.

Γύρισα μάνα μου πικρά μετανοιωμένο
το παλικάρι σου το παραστρατημένο.

Γενικά, ο Βίρβος θα εμπνευσθεί από τους απόκληρους και κυνηγημένους απ’ τους νόμους, τα θύματα και τα ναυάγια της κοινωνικής αδικίας, σκιτσάροντας μοναδικά την μοίρας τους, μέσα από τραγούδια που χαρακτήρισαν την εποχή τους.

Απόκληρος σ’ αυτήν την κοινωνία
γυρίζω σαν τα έρημα πουλιά
τη μέρα στη σκληρή παρανομία
τη νύχτα στα υπόγεια καπηλειά.
Ένας απόκληρος, ένας ξεριζωμένος
απ’ το Θεό κι απ’ τους ανθρώπους ξεγραμμένος.

Ας δούμε πως περιγράφει ο ίδιος τη σχέση του με τα τραγούδια της ξενιτειάς, μέσα από συνέντευξη που μου παρεχώρησε για τις ανάγκες της βιογραφίας του Στέλιου Καζαντζίδη που επιμελήθηκα: “Την ξενιτειά, την είχα μέσα μου. Την είχα βιώσει. Κάποιοι συγγενείς μας, θείοι μου, είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική κι έτσι το πρόβλημα το ζούσα μέσα στο σπίτι μου. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι όταν επέστρεψε ένας από αυτούς ερχόντουσαν μάνες κι αδελφές άλλων και τον ρώταγαν αν συνάντησε τους δικούς τους ανθρώπους, πως ήταν στην υγείας τους, πως τα περνούσαν κλπ. Κι εκείνος για να μην τους απογοητεύει, παρ’ όλο που δεν τους είχε δει και δεν γνώριζε τίποτα για την κατάστασή τους απαντούσε: όλα καλά, είναι μια χαρά… Επίσης όταν ήρθα στην Αθήνα, μετά τις σπουδές μου, εργαζόμουν ως υπάλληλος στα Κρατικά Λαχεία απ’ όπου και έφυγα ως διευθυντής. Τότε τα γραφεία ήταν σ’ ένα μέγαρο με στοά, Αριστείδου και Σοφοκλέους. Εκεί στο ισόγειο, στεγάζονταν τα ιατρεία όπου εξέταζαν τους υποψήφιους μετανάστες. Εκεί καθημερινά εξελίσσονταν σπαρακτικές σκηνές που είχαν άμεση σχέση με το δράμα της ξενιτειάς. Κι έτσι οι εικόνες που αποτύπωσα σε στίχους είναι έντονες και ζωντανές… Αυτά τα τραγούδια με την φωνή του Καζαντζίδη απέκτησαν άλλη διάσταση. Γιατί το τραγούδι αποτελείται από το τρίπτυχο: στίχοι, μουσική, ερμηνεία. Και όχι μόνο. Πρέπει να προσθέσουμε σ’ αυτό τους μουσικούς, την εταιρία, τα στούντιο κλπ. Ο Καζαντζίδης σαν ερμηνευτής τα είχε όλα. Τα πάντα… Ειδικά στα μακρόσυρτα τραγούδια ήταν άφθαστος. Κλάσεις ανώτερος απ’ όλους τους άλλους μεγάλους ερμηνευτές που έχουμε στο ελληνικό τραγούδι. Στο συγκεκριμένο είδος τραγουδιών είναι αξεπέραστος. Και ούτε βλέπω κάποιον στον ορίζοντα που να μπορεί έστω και να τον πλησιάσει. Και κατά τη γνώμη δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ αυτό…”

Με την σειρά του ο Στέλιος Καζαντζίδης εκτιμούσε ανάλογα τη πένα του στιχουργού. Ο ίδιος μου είχε εμπιστευθεί: “Απ’ τον Βίρβο, δεν πετάς τίποτα”. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο αυτοί κορυφαίοι – ο καθένας στο μετερίζι του – καλλιτέχνες, συνεργάστηκαν σε πάμπολλες δεκάδες τραγούδια. Ας επιστρέψουμε όμως στο ζήτημα της μετανάστευσης, που ο Βίρβος έθιξε με σαφήνεια και πληρότητα σε μια δύσκολη εποχή, με βασικό εκφραστή την σπαρακτική φωνή του Καζαντζίδη:

Στις φάμπρικες της Γερμανίας
και στου Βελγίου τις στοές
πόσα παιδιά σκληρά δουλεύουν
και κλαίνε οι μάνες μοναχές.
Κακούργα μετανάστευση
κακούργα ξενιτειά
μας πήρες απ’ τον τόπο μας
τα πιο καλά παιδιά.

Στη μακρινή τη Αυστραλία
και πέρα στην Αμερική
στον Καναδά, στην Βραζιλία
πόσα παιδιά πονούν κι εκεί.
Κάνε κουράγιο μετανάστη
κάνε λεβέντη μου υπομονή
του γυρισμού σου το καράβι
πάλι μια μέρα θα φανεί.

“Το τραγούδι αυτό είναι το πρώτο που μιλούσε για τη μετανάστευση. Είχε τεράστια απήχηση και έγινε χωρίς υπερβολή, ο ύμνος των μεταναστών και των συγγενών τους. Κάτι που πρέπει να αναφερθεί, είναι ότι ο Καζαντζίδης, φοβούμενος τη δύναμη του τραγουδιού, άλλαξε τον στίχο, κι από Στις φάμπρικες της Γερμανίας, τον έκανε, Στον Καναδά στη Βραζιλία, για να το μαλακώσει. Το Μας παίρνεις απ’ τον τόπο μας, το άλλαξε στο Μας πήρες απ’ τον τόπο μας, για να μη φαίνεται ότι συνεχίζεται η αιμορραγία της μετανάστευσης. Όλα αυτά για τον φόβο της λογοκρισίας” (απ’ την αυτοβιογραφία του Κώστα Βίρβου Μια ζωή τραγούδια, εκδόσεις Ντέφι, 1985).

Ο Βίρβος είναι ο πρώτος λαϊκός στιχουργός που καταργώντας τις όποιες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα διάφορα είδη τραγουδιού, πέρασε με άνεση στο λεγόμενο έντεχνο τραγούδι αφήνοντας και σε αυτό το στοιχείο τα βαριά, αδρά χνάρια του. Αρχικά συνεργαζόμενος με τον Μίκη Θεοδωράκη (Κοιμήσου αγγελούδι μου, Μάνα, Μελαχρινή μου κοπελιά κ.ά.) και στην συνέχεια σε ολοκληρωμένους κύκλους τραγουδιών με συνθέτες όπως οι Χρήστος Λεοντής (Καταχνιά, 1964), Μίμης Πλέσσας (Ζει – 1971, Το Πανόραμα – 1971, Θάλασσα Πικροθάλασσα – 1973, Λουκιανού Νεκρικοί Διάλογοι – 1974), Γιάννης Μαρκόπουλος (Θεσσαλικός Κύκλος – 1974, Παιχνίδι Με Το Χρόνο – 1988) που αγκαλιάστηκαν ζεστά από κοινό και κριτικούς.

Πάντα ανήσυχος και με το αισθητήριό του πρόθυμο να αφουγκραστεί τα μηνύματα της κάθε εποχής, ο Βίρβος υπέγραψε επίσης κύκλους τραγουδιών και με τον Δερβενιώτη (Το Ρεμπέτικο Περιβόλι, 1974), το Χρήστο Λεττονό (Γραφειοκρατία,1976) ενώ έγραψε ο ίδιος μουσική- χωρίς να έχει σπουδάσει μουσική ή να παίζει κάποιο μουσικό όργανο, έχοντας τις μελωδίες στην καρδιά και το μυαλό του – και στίχους για το έργο Οι Ξεριζωμένοι (1977). Ακόμη, τόσο με τον Δερβενιώτη αλλά και τον Πλέσσα, όσο και με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, κατέθεσαν ολοκληρωμένους λαϊκούς δίσκους 33 στροφών που κατά μια έννοια θα μπορούσαν νε θεωρηθούν και κύκλοι τραγουδιών.

Ο Βίρβος υπογράφει κατ’ αποκλειστικότητα τους στίχους σε όλους τους προσωπικούς δίσκους 33 στροφών του Μπιθικώτση στη δεκαετία του ’70, με αποτέλεσμα μια σειρά πολύ όμορφων και διαχρονικών τραγουδιών: Στου Μπελαμή το ουζερί, Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα, Ρίξε μια ζαριά καλή, Ο μπατίρης ο Λουκάς, Το θύμα ο Νικόλας, Εγνατίας 406 κ.ά.

Μια άλλη ιδιαίτερη συνεργασία του Βίρβου είναι αυτή με τον Στράτο Ατταλίδη στα πρώτα χρόνια του ’60, όταν ο τελευταίος ελληνοποιούσε με ένστικτο και προσωπικό χάρισμα μια σειρά από μελωδίες της Ανατολής, που ερμήνευσε με θεϊκό τρόπο, η τότε σύζυγός του, Γιώτα Λύδια. Η τελευταία κατά την συγγραφή της βιογραφίας της δεν παρέλειπε να μου υπενθυμίζει πόσα πολλά και ακριβά οφείλει στον Βίρβο και πόσο θαυμάζει την τέχνη του. Οι τίτλοι των τραγουδιών που βασίστηκαν πάνω στον πηγαίο, ευρηματικό και άμεσο λόγο του Βίρβου και επενδύθηκαν μουσικά από τον Ατταλίδη και βέβαια αποδόθηκαν ιδανικά από την Λύδια, μιλούν από μόνοι τους: Γιατί θες να φύγεις, Πες μου γιατί, Γύρνα πάλι γύρνα, Η τσιγγάνα η Μαρίτσα, Ο ταυρομάχος ξεψυχά, Σαν ζητιάνα σε ζητώ κ.ά.

virvos1

Οι συμπράξεις του Βίρβου με τους Τσιτσάνη, Καλδάρα, Μπακάλη και Δερβενιώτη θα μπορούσαν να αποτελέσουν κεφάλαια ολόκληρα και αυτόνομες ειδικές εκδόσεις. Ειδικά με τον τελευταίο η συμμαχία τους ήταν υπεραποδοτική. Ο Δερβενιώτης στην πενηνάντοχρονη και πλέον διαδρομή του στο τραγούδι συνεργάστηκε με κορυφαίους στιχουργούς, το μεγαλύτερο όμως μέρος του έργου του στηρίζεται στο λόγο του Βίρβου. Η φιλική σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ τους είχε, χωρίς αμφιβολία, αντίκτυπο και στις δημιουργικές τους καταθέσεις. Ο ίδιος ο Δερβενιώτης μου έλεγε: “Με το Βίρβο επικοινωνούμε με κλειστά τα μάτια. Πολλές απ’ τις μεγάλες επιτυχίες μας, τις γράψαμε απ’ το τηλέφωνο. Δηλαδή μου διάβαζε τον στίχο, τον έγραφα στο χαρτί και μετά έβαζα τη μελωδία. Μια μέρα, το 1967, έπρεπε να παραδώσουμε ένα τραγούδι στην εταιρία για τον Μπάμπη Τσετίνη. Τον παίρνω τηλέφωνο, του λέω: «Κώστα περιμένω το στίχο, αύριο ο Τσετίνης έχει φωνοληψία, τι γίνεται;» Μου απαντά ο Βίρβος: «Δεν ξέρω». «Μα αύριο», του λέω «έχουμε κλείσει στούντιο, θα καταφέρεις να μου δώσεις σήμερα το στίχο;». «Ίσως», μου απαντά. «Τι ίσως ρε Κώστα. Ή ναι θα μου πεις ή όχι». «Ίσως», μου λέει πάλι εκείνος και κατεβάζει το ακουστικό. Με αυτό το ίσως γεννήθηκε ένα μεγάλο τραγούδι. Σε δέκα λεπτά με κάλεσε εκείνος και μου έδωσε αυτόν τον υπέροχο στίχο…”.

Ίσως ακόμα σ’ αγαπώ, δεν ξέρω ίσως
ίσως για σένα στη ζωή μου να πονώ
και αν μ’ εγκατέλειψες δε σου κρατάω μίσος
συγγνώμη όμως να σου δώσω δεν μπορώ.

Οι Βίρβος και Δερβενιώτης το 1984 θα καταθέσουν ψήγματα της αστείρευτης δημιουργικής τους φλόγας, καλύπτοντας με 6 τραγούδια την πρώτη πλευρά του δίσκου Εξ’ Αδιαιρέτου με ερμηνευτή τον Μανώλη Μητσιά. Στην δεύτερη πλευρά τα τραγούδια υπογράφουν οι Σταμάτης Κραουνάκης και Λίνα Νικολακοπούλου. Δημιουργίες όπως το χιλιοτραγουδισμένο Σού ‘χω έτοιμη συγγνώμη αλλά και τα: Θα φύγω πρώτος, Ξαφνικά, Το φαρμάκι όλου του κόσμου, όχι μόνο έκαναν επιτυχία στην εποχή τους αλλά εξακολουθούν να συγκινούν ακόμη και στις μέρες μας. Οι δύο βετεράνοι, Δερβενιώτης και Βίρβος, άδραξαν τότε την ευκαιρία αποδεικνύοντας πόσο επίκαιροι και ώριμοι παρέμεναν στο διάβα των καιρών. Δυστυχώς στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, παρ’ ότι οι ίδιοι επιθυμούσαν να δώσουν κι άλλες δυναμικές μάχες στην πρώτη γραμμή της τραγουδοποιίας, η βιομηχανία του δίσκου – με μικρές εξαιρέσεις – δε θα τους παρέχει τα αναγκαία πολεμοφόδια, αυτά που αρμόζουν σε στρατηγούς – πολεμιστές. Να σημειωθεί ότι το δίδυμο Δερβενιώτης – Βίρβος είχε αξιόμαχη δράση και στα συνδικαλιστικά πεδία του τραγουδιού, αγωνιζόμενοι για την κατοχύρωση των πνευματικών δικαιωμάτων και την θέση των δημιουργών.

Τέλος αξίζει να σημειώσουμε ότι με στίχους του Βίρβου έκανε την είσοδό του στην δισκογραφία, στα τέλη του ’60, ο Χρήστος Νικολόπουλος, σημειώνοντας μεγάλα σουξέ με ερμηνευτή τον Στέλιο Καζαντζίδη. Μεταξύ αυτών και το κλασικό πια, Νυχτερίδες κι αράχνες.

Ο Κώστας Βίρβος στην πολύχρονη, παραγωγική και συνάμα μεστή σε καρπούς πορεία του, κατέθεσε δείγματα μιας άρτιας, αψεγάδιαστης, ωμά ρεαλιστικής και ταυτόχρονα ευφάνταστης γραφής, την οποίας την αμεσότητα, το σφρίγος και την συνειδητή στάση θα ζήλευαν ακόμη και οι μεγάλοι μας ποιητές. Όσο περνούν τα χρόνια το εύρος, το βάθος, το μέγεθος και η σπουδαιότητα του έργου μας κάνουν να αισθανόμαστε την ορφάνια της απουσίας προσωπικοτήτων σαν την δική του στο ελληνικό τραγούδι.

1. Κώστας Βίρβος – Μια ζωή τραγούδια, εκδόσεις Ντέφι.
2. Κώστας Μυλωνάς – Ιστορία του Ελληνικού Τραγουδιού, τόμος Β, εκδόσεις Κέδρος.
3. Κώστας Μπαλαχούτης – Κι όσο Υπάρχεις θα Υπάρχω / Η πορεία και τα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη, εκδόσεις Ατραπός.
4. Κώστας Μπαλαχούτης – Γιώτα Λύδια / Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
5. Κώστας Μπαλαχούτης – Η Ιστορία Του Λαϊκού Τραγουδιού, εκδόσεις Victory.
6. Κώστας Βίρβος – Ανθολογία, Κασετίνα της Minos – EMI , επιμέλεια Κώστας Μπαλαχούτης.
Κώστας Βίρβος, Απόστολος Καλδάρας
Φωτό 4: Κώστας Βίρβος, Θόδωρος Δερβενιώτης

 

Πηγή: ogdoo.gr