Μια φορά κι έναν καιρό υπήρξε ένας κύκνος αληθινά αξιοθαύμαστος. Δεν αναφέρομαι, φυσικά, μονάχα στη θρυλική ομορφιά και στην πολυτραγουδισμένη του κορμοστασιά. Ο κύκνος της ιστορίας μας – ας τον ονομάσουμε Απόλλωνα για λόγους αυστηρής εχεμύθειας – υπήρξε ο πλέον ταλαντούχος του γνωστού μας σύμπαντος.
Από πολύ τρυφερή ηλικία, οι γονείς του τον ενθάρρυναν – για την ακρίβεια τον πίεσαν αφόρητα – ν’ αναπτύξει τις ποικίλες δεξιότητές του. Τον έγραψαν σε πλήθος εξωσχολικών δραστηριοτήτων και φρόντισαν να του υπενθυμίζουν διαρκώς πως άλλος δρόμος δεν του άρμοζε πέρα από την τελειότητα.
«Σήκωσε πιο ψηλά το πόδι όταν χορεύεις στο νερό»
«Μελέτησε σκληρά τις στιγμές που οι συμμαθητές σου χαζομερούν παίζοντας»
«Χαμογέλα ακόμη κι όταν μέσα σου κλαις»
«Μην υψώνεις τη φωνή και – προς Θεού – μη χάνεις την ψυχραιμία σου», υπήρξαν κάποιες από τις φράσεις που άκουγε το ιδανικό τέκνο από τους φιλόδοξους προγόνους του.
Και μεγάλωνε. Μάθαινε πράγματι να σηκώνει το πόδι του στον ουρανό και τις απαιτήσεις από τον εαυτό του στο άπειρο. Διάβαζε μερόνυχτα ολόκληρα κι ύστερα καρφίτσωνε στον πάτο της λίμνης τα χιλιάδες πτυχία του. Δεν θύμωνε και δεν λυπόταν. Δεν έπαιζε και δεν χαιρόταν.
Σε μια κοινωνία σκληρή – σχεδόν αμείλικτη – όπως αυτή των κύκνων, ο Απόλλωνας είχε γεννηθεί για να ξεχωρίσει. Πειθαρχημένος, ακούραστος και λαμπερός, κέρδιζε συνεχώς την επιδοκιμασία του κύκλου του, τον απερίγραπτο θαυμασμό και την κρυφή ζήλια τους. Οι γονείς του φούσκωναν διαρκώς από υπερηφάνεια για το άψογο βλαστάρι τους, το επιτυχημένο και σεβαστικό.
Ο ήρωας της ιστορίας μας εξελίχτηκε, γρήγορα, στον πιο διάσημο χορευτή του πλανήτη. Πλήθος κόσμου συνέρρεε από κάθε γωνιά της γης προκειμένου να τον χειροκροτήσει. Φήμες λένε ότι συχνά πυκνά, ανάμεσα στα χειροκροτήματα, ακουγόταν μια φωνούλα να υπαγορεύει: «Πιο ψηλά καμάρι μου, πιο ψηλά». Κι οι ίδιες φήμες επιμένουν πως η φωνούλα προερχόταν από τη μητέρα του καλλιτέχνη. Τι να σας πω κι εγώ. Μπροστά δεν ήμουν, συνεπώς όρκο δεν παίρνω.
Μια νύχτα, όταν όλοι κοιμούνταν πολύ βαθιά, ο κύκνος αποφάσισε να βγει στη στεριά. Αδυνατούσε ν’ ανασάνει κι η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που λίγο ακόμη και θα έσπαγε σε χίλια κομμάτια. Καθώς ο Απόλλωνας είχε διαβάσει πολύ στη ζωή του, ήξερε πως τους τελευταίους μήνες υπέφερε από κρίσεις πανικού. Η καθημερινότητά του φάνταζε πλέον δυσβάσταχτη όμως άλλη επιλογή δεν έβρισκε από το να την υπομένει και να χαμογελά με αξιοπρέπεια.
Εκείνο το βράδυ, ωστόσο, το ολόγιομο φεγγάρι κοιτούσε με συμπόνια τον ήρωα μας, δίνοντάς του προσωρινό συγχωροχάρτι για τον πόνο και την αδυναμία του. Γρήγορα τη μοναξιά του κύκνου διατάραξε ένας ανέμελος μπούφος. Φορούσε το πλέον παρδαλό μαγιό κι ετοιμαζόταν να στρώσει τη χρωματιστή του πετσέτα στο γρασίδι. Ο μπούφος παρατήρησε αμέσως τη θλίψη και την οδύνη πίσω από το εκτυφλωτικό άσπρο χρώμα του καλλιτέχνη.
«Βέβαια! Τη γνωρίζω τη διάσημη αφεντιά σου. Έχω παρακολουθήσει παραστάσεις σου κι, αδερφάκι μου, μπορώ να σου εξομολογηθώ πως η χάρη σου δεν παίζεται», ξεστόμισε κεφάτα το παρδαλό ζώο.
Ο κύκνος έσκυψε το κεφάλι με συστολή, μουρμουρίζοντας ένα δειλό «ευχαριστώ». «Κάτι σε βασανίζει όμως», πήρε το θάρρος ο μπούφος. «Ναι, τελευταία κάτι με βασανίζει«, παραδέχτηκε απρόσμενα ο Απόλλωνας που για έναν ανεξήγητο λόγο ένιωθε εξαιρετικά άνετα δίπλα στον ατσούμπαλο εισβολέα.
«Θα μου επιτρέψεις να μοιραστώ μαζί σου μια διαπίστωσή μου. Νομίζω πως ανέκαθεν υπέφερες σιωπηλά. Σε παρατηρώ από μακριά για κάμποσο καιρό τώρα. Θαρρώ πως φορτώθηκες από νωρίς στην κομψή σου ράχη ένα σωρό υπερβολικές απαιτήσεις κι εξουθενωτικές προσδοκίες.
Μα θέλω να ξέρεις κάτι φιλαράκο μου, που έτυχε να το καταλάβω από πρώτο χέρι. Το ταξίδι γίνεται πιο όμορφο όταν δεν κυνηγάμε την τελειότητα. Τότε, βλέπεις, ξεφορτωνόμαστε την ανόητη ψευδαίσθηση πως ελέγχουμε την πλάση. Κυλιόμαστε δίχως έγνοιες στο χορτάρι και λεκιάζουμε χωρίς ενοχές το δέρμα μας. Αγγίζουμε το νερό της βροχής μα δεν το φυλακίζουμε εμμονικά στη χούφτα μας. Ζωγραφίζουμε ένα ουράνιο τόξο στο κέντρο ακριβώς της καρδιάς, κλείνοντας μέσα του αναμνήσεις κι ελπίδες.
Γι’ αυτό χαλάρωσε. Πιες ένα ποτήρι κρασί, ατενίζοντας το γαλάζιο. Χτίσε παλάτια στην ολόχρυση άμμο. Μη φοβάσαι πως θα γκρεμιστούν. Να σου αρκεί που κάποτε θαρρετά υψώθηκαν μπροστά στα μάτια σου. Γέλα δυνατά, περιφρονώντας όσους σε φωνάζουν τρελό. Οι τρελοί στήνουν τσουλήθρα από αστέρια στον ουρανό και γεμίζουν με λουλούδια τα σύννεφα. Αυτό θα τους απαντάς εσύ.
Και, αδερφάκι μου αν λαχταράς να θυμώσεις -σε παρακαλώ- θύμωσε! Μην κρατάς τα πικραμένα λόγια στην ψυχή σου. Πιάσε τους αγαπημένους σου από τον γιακά και μίλησε τους για την αλήθεια σου. Έπειτα αγκάλιασέ τους. Σφιχτά. Η επαφή ξεγελά τον θάνατο κι η αγάπη ξελογιάζει την αιωνιότητα, να το θυμάσαι.
Μην τρέμεις τις πτώσεις. Για τους ζωντανούς λογαριάζονται. Φοράμε λοιπόν τα λάθη μας για παράσημο και προχωράμε ακάθεκτοι. Υποκύπτουμε κάθε στιγμή σε νέα ατοπήματα, εξερευνούμε τις άπειρες δυνατότητές μας, συγχωρούμε τα σκοτάδια μας. Κι όσο η καρδιά μας χτυπάει, εμείς εξελισσόμαστε», είπε ο μπούφος.
Ο κύκνος τον κοίταξε βουρκωμένος. Κυλούσαν αργά τα δάκρυα στα μάτια του κι ελευθερωνόταν σταδιακά η αναπνοή του.
Έκτοτε ο ήρωας μας υψώνει το πόδι ψηλά μονάχα όταν το ορίζουν τα κέφια του. Κάπου κάπου κυλιέται στο γρασίδι, λερώνοντας το άσπρο του χρώμα. Κι όταν η μαμά τον μαλώνει για τα χάλια του εκείνος της σφυρίζει απλώς αδιάφορα. Έπειτα σιγοτραγουδά έναν σκοπό:
«Το τέλειο άχαρο μοιάζει γιατί στο αυθεντικό η ευτυχία φωλιάζει»
Πηγή : enallaktikidrasi.com