«Να επιζητείς την τελειότητα σημαίνει να ψάχνεις αφορμές για απόγνωση» | Βίλχελμ Σμιντ


Σημάδια στην ψυχή μας δεν αφήνουν μόνο τα σκαμπανεβάσματα της ζωής. Συχνά τα προκαλούμε εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας με τις επικρίσεις μας, επειδή έχουμε την αίσθηση ότι δεν ανταποκρινόμαστε επαρκώς στις προσδοκίες των άλλων. Δεν είμαστε αρκετά ελκυστικοί, αρκετά έξυπνοι, αρκετά λεπτοί, αρκετά ευφραδείς, αρκετά εύποροι, αρκετά επιτυχημένοι, αρκετά γυμνασμένοι, αρκετά πρωτότυποι, αρκετά εξωστρεφείς, αρκετά δημιουργικοί – και πάει λέγοντας.

Ορισμένοι άνθρωποι, χάρη στις ευνοϊκές συνθήκες της ζωής τους, έχουν τόσο ισχυρή αυτοπεποίθηση, ώστε δεν υποφέρουν από τις παραπάνω σκέψεις, όμως οι περισσότεροι πιθανότατα επικρίνουμε διαρκώς τον εαυτό μας, καθώς αυτή η συμπεριφορά ευνοείται αφάνταστα και από τη νοοτροπία της εποχής μας. Το πνεύμα της «βελτιστοποίησης» που ορίζει τον κόσμο μας δεν υποχωρεί όταν πρόκειται για εμάς τους ίδιους. Κάθε άλλο. Διότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι σε θέση να αποδεχτούν ότι δεν έχουμε απεριόριστες δυνατότητες να επηρεάσουμε τη ζωή μας – αλλά τον εαυτό μας; Α, εκεί μπορούμε να του δώσουμε να καταλάβει· νομίζουμε, μάλιστα, πως είμαστε και υποχρεωμένοι να το κάνουμε.

Η αιτία της λαχτάρας μας να ανταποκρινόμαστε στις επιθυμίες των άλλων είναι η έντονη, και αφάνταστα σημαντική, ανάγκη μας να ανήκουμε κάπου. Ο καθένας από εμάς χρειά­­ζεται την αίσθηση πως είναι συνδεδεμένος με τους άλλους και αποτελεί τμήμα ενός μεγαλύτερου συνόλου. Προκειμένου, μάλιστα, να το πετύχουμε, είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε θυσίες ή να απέχουμε από πράγματα που απολαμβάνουμε. Στο κάτω κάτω της γραφής πρόκειται για ένα από τα σημαντικά θεμέλια μιας λειτουργικής κοινωνίας, καθώς οι ομάδες που αποτελούνται μόνο από μοναχικούς ομφαλοσκόπους διαλύονται κατά κανόνα πολύ γρήγορα, εφόσον δεν υπάρχει κάποιος κοινός σκοπός που να τις κρατάει ενωμένες.

Σ’ αυτό το πλαίσιο αποκτούν νόημα ακόμα και συναισθήματα όπως η ντροπή και η ενοχή, διότι έχουν την αναγκαία αποτρεπτική επίδραση, προκειμένου να μη συμπεριφερόμαστε με τρόπο που πληγώνει ή βλάπτει τους άλλους. Τα πράγματα, ωστόσο, δυσκολεύουν όταν ο πήχης ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά και οι άνθρωποι νιώθουν ντροπή επειδή δεν αισθάνονται ότι ξεχωρίζουν από τον μέσο όρο. Διότι η κοινωνία μας επιβάλλει να είμαστε άνω του μετρίου, ξεχωριστοί, τέλειοι.

Η Μπρενέ Μπράουν, Αμερικανίδα καθηγήτρια ψυχολογίας, έχει αφιερώσει όλη την ερευνητική σταδιοδρομία της στα θέματα της ευαισθησίας, της ντροπής, του θάρρους και του ψυχικού σθένους. Θεωρεί πως είμαστε μια «κοινωνία επιρρεπής στην ντροπή», όπου οι διαρκείς συγκρίσεις έχουν ριζώσει τόσο βαθιά, ώστε να σκεφτόμαστε διαρκώς με όρους ελαττωμάτων. Όταν οι άνθρωποι μιας κοινωνίας αφιερώνουν υπερβολικά πολύ χρόνο υπολογίζοντας πόσα έχει, πόσα θέλει να αποκτήσει ή πόσα δεν έχει κάποιος σε σύγκριση με τους άλλους, δημιουργείται μια αίσθηση ανεπάρκειας ικανή να ορίσει τη σκέψη, τα συναισθήματα και τη δράση τους.

Υπάρχουν ιστορίες μοντέλων που έπαθαν κατάθλιψη εξαιτίας υποτιθέμενων ψεγαδιών στην εμφάνισή τους. Ένας επενδυτικός τραπεζίτης μου μίλησε κάποτε για έναν δισεκατομμυριούχο που ξόδεψε εκατό εκατομμύρια φράγκα για να χτίσει ένα μεγαλειώδες σαλέ σε μια πανάκριβη περιοχή της Ελβετίας, αλλά έπαψε να το απολαμβάνει όταν κάποιος άλλος έχτισε στην ίδια γειτονιά ένα ακόμα πιο εντυπωσιακό σαλέ με ακόμα περισσότερα εκατομμύρια. Μπορεί εμείς οι κοινοί θνητοί να τρίβουμε τα μάτια μας όταν βλέπουμε τέτοια αγνωμοσύνη, αλλά τηρουμένων των αναλογιών νιώθουμε το ίδιο όταν αρχίζουμε τις συγκρίσεις. Ποτέ δεν νιώθουμε πως έχουμε αρκετά – τουλάχιστον όχι μακροπρόθεσμα.

Το διεστραμμένο σε όλη αυτή την προσπάθεια να αρέσουμε στους άλλους και να ανταποκρινόμαστε στις προσδοκίες τους είναι ότι οι κόποι μας δεν πρόκειται να καρποφορήσουν και για έναν επιπρόσθετο λόγο: Ακόμα κι αν καταφέρουμε να εντυπωσιάσουμε τους άλλους με τις επιδόσεις μας για κάποιο διάστημα, η λαχτάρα μας να ανήκουμε κάπου δεν ικανοποιείται ούτε στο ελάχιστο – έτσι έδειξαν οι έρευνες της Μπρενέ Μπράουν. Διότι μόνο η αποδοχή της ευαλωτότητάς μας επιτρέπει τη βαθιά σύνδεση με τους γύρω μας. Όσο περισσότερες πανοπλίες κατασκευάζουμε για να κρύψουμε τα ελαττώματά μας, τόσο περισσότερα εμπόδια θέτουμε στη ζωή μας και άρα και στις σχέσεις μας.

Οι άνθρωποι που δεν είναι πάντα ευδιάθετοι, αλλά τολμούν πότε πότε να δείχνουν και καταβεβλημένοι ή απαισιόδοξοι, μας χαλαρώνουν, διότι είναι αυθεντικοί και μας επιτρέπουν να είμαστε κι εμείς το ίδιο. Δεν πρόκειται να βρούμε πιο αξιαγάπητο άνθρωπο από κείνον που μας αποδέχεται και μας αγαπάει όπως είμαστε, ακόμα κι αν εκείνη τη στιγμή δεν βρισκόμαστε και στην καλύτερη κατάσταση. Το ίδιο νιώθουν και οι άλλοι όταν συναναστρέφονται εμάς. Είναι το είδος των σχέσεων που δημιουργεί μια στιβαρή αίσθηση του ανήκειν.

Να βλέπεις τον εαυτό σου με το βλέμμα του ουάμπι-σάμπι σημαίνει να βλέπεις τον εαυτό σου όπως βλέπεις τον κολλητό σου ή την κολλητή σου. Δεν χρειάζεται να αλλάξουμε· αρκεί να ανοίξουμε την καρδιά μας, ώστε να αποδεχτεί και τα ψεγάδια μας. Θα αγαπούσαμε λιγότερο τον καλύτερό μας φίλο επειδή όταν ταράζεται κοκκινίζει και μπερδεύει τα λόγια του; Ή τον σκύλο μας, που είναι τόσο φοβητσιάρης, ώστε να τρέμει μέχρι και τα ποντίκια; Όχι, και το θεότρελο είναι ότι ακριβώς γι’ αυτό τους αγαπάμε ακόμα περισσότερο. Διότι χάρη στα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά είναι τα ιδιαίτερα, μοναδικά και απολύτως αναντικατάστατα πλάσματα, χωρίς τα οποία δεν μπορούμε να διανοηθούμε τη ζωή μας. Γι’ αυτό και στην τελευταία ενότητα του κεφαλαίου θα ασχοληθούμε με το δεύτερο, πολύ σημαντικό εργαλείο από το εργαστήρι του κιντσούγκι: τη φιλία με τον εαυτό μας ή αυτοσυμπόνια (βλ. επόμενη ενότητα).

Προηγουμένως, όμως, θα ήθελα να πω λίγα λόγια για την ευκαιρία που κρύβεται σε κάθε ελάττωμα. Και δεν αναφέρομαι μόνο στα μικρά, αξιολάτρευτα ψεγάδια, τις ατέλειες που θεωρούνται «ανώδυνες». Ακόμα και οι σοβαρές αναπηρίες μπορεί να κυοφορούν τον σπόρο μιας εντυπωσιακής εξέλιξης. Πριν από λίγα χρόνια συνεργάστηκα για τις ανάγκες ενός βιβλίου με τη Βερένα Μπέντελε, αθλήτρια του διάθλου και του ορειβατικού σκι, η οποία –αν και εκ γενετής τυφλή– είχε κερδίσει δώδεκα παραολυμπιακά μετάλλια και τέσσερα χρυσά μετάλλια σε παγκόσμια πρωταθλήματα.

Όταν σταμάτησε τον αθλητισμό, έγινε σύμβουλος σε θέματα πολιτικής και οικονομίας, ενώ στη συνέχεια έγινε η πρώτη ΑμεΑ εντεταλμένη της γερμανικής κυβέρνησης για άτομα με αναπηρία και επί τέσσερα χρόνια αγωνιζόταν από αυτή τη θέση για την κοινωνική ένταξη των ΑμεΑ. Θα είχε άραγε ακολουθήσει εξίσου εντυπωσιακή πορεία στη ζωή της αν δεν έπασχε από τη συγκεκριμένη αναπηρία; Ίσως. Αλλά, όπως με διαβεβαίωσε προσωπικά, δεν ένιωσε ποτέ να περιορίζεται από την τυφλότητά της· ίσα ίσα, την παρακινούσε διαρκώς να ξεπεράσει και άλλα όρια.

Το διάστημα που έγραφα αυτό το βιβλίο διαδραματίστηκε μπροστά στα μάτια ολόκληρης της ανθρωπότητας μια απίστευτη ιστορία, που δεν θα μπορούσε να είχε ξεπηδήσει ούτε από τη φαντασία της Άστριντ Λίντγκρεν, που έγραψε την Πίπη τη Φακιδομύτη: Το καλοκαίρι του 2018 ένα μικροκαμωμένο δεκαεξάχρονο κορίτσι με σύνδρομο Άσπεργκερ κάθεται ολομόναχο μπροστά στο σουηδικό κοινοβούλιο κρατώντας ένα πλακάτ που γράφει: «Σχολική απεργία για το κλίμα». Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, η Γκρέτα Τούνμπεργκ κινητοποιεί χιλιάδες παιδιά και νέους σε πολλές χώρες να συμμετάσχουν στο κίνημα «Παρασκευές για το μέλλον» και να βγουν στον δρόμο για να διαδηλώσουν με αίτημα τη διάσωση του πλανήτη μας, αναπτύσσοντας μια δυναμική που οι ακτιβιστές οικολόγοι δεν την είχαν δει ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα.

Στην τελετή έναρξης της διάσκεψης του ΟΗΕ για το κλίμα στη Νέα Υόρκη, η Γκρέτα δίνει μια συγκλονιστική ομιλία, όπου ρωτάει τους αρχηγούς των κρατών πώς τολμούν να κλέβουν το μέλλον από εκείνη και τη γενιά της. «How dare you!» ήταν η φράση που προβλήθηκε απ’ όλους τους τηλεοπτικούς σταθμούς του κόσμου. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι αυτό που επιτρέπει στην Γκρέτα Τούνμπεργκ να αγωνίζεται τόσο πεισματικά για τον σκοπό της είναι ακριβώς το αδύναμο σημείο της: το σύνδρομο Άσπεργκερ. Αυτό το κορίτσι είναι αδύνατον να χειραγωγηθεί, έχει ανοσία στους πειρασμούς της διασημότητας και γι’ αυτό είναι τόσο πειστική. Όπως κι αν συνεχιστεί η ιστορία της, έχει ήδη καταφέρει να αλλάξει τον κόσμο.

Ένα κεφάλαιο για το ουάμπι-σάμπι δεν θα ήταν πλήρες εάν δεν αναφερόμουν στο «ελάττωμα» με το οποίο θα έρθουμε όλοι αντιμέτωποι κάποτε: τα γηρατειά. Μπορούμε να πούμε απολύτως δικαιολογημένα ότι σήμερα ζουν στον πλανήτη μας οι πιο εύρωστοι, υγιείς
και ακμαίοι «ηλικιωμένοι» σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη εποχή της ανθρώπινης ιστορίας, γεγονός που οφείλεται στη ραγδαία πρόοδο της Ιατρικής και στο διαρκώς αυξανόμενο επίπεδο ευημερίας στα βιομηχανικά κράτη. Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου παράδοξο που και αυτή η πληθυσμιακή ομάδα κυνηγάει το ιδεώδες της αυτοβελτίωσης, πράγμα επίσης πρωτοφανές στα χρονικά.

Δεδομένου ότι τα γεράματα έρχονται σε εγγενή αντίθεση με την τελειομανία που χαρακτηρίζει το πνεύμα των καιρών μας, πολύ συχνά οι άνθρωποι που φτάνουν σε ηλικία συνταξιοδότησης νιώθουν την πίεση να παραμείνουν νέοι όσο περισσότερο καιρό γίνεται.

Ο γιατρός και ψυχοθεραπευτής Κρίστιαν Ντογκς –που έχει πατήσει και ο ίδιος τα εβδομήντα και έρχεται συχνά αντιμέτωπος με αυτό το φαινόμενο στην κλινική του– γράφει εντελώς απερίφραστα στο βιβλίο του Gefühle sind keine Krankheit (Τα συναισθήματα δεν είναι νόσος): «Μα γιατί δεν καταλαβαίνουν πόσο ανακουφιστική είναι η αίσθηση να μη χρειάζεται να είσαι πια ο καλύτερος στα πάντα; Το μόνο που καταφέρνουμε μ’ αυτή την τρέλα της αυτοβελτίωσης στα γεράματα είναι να μας βρίσκει η άνοια χωρίς ρυτίδες και ταϊσμένους με υγιεινές τροφές».

Όπως θα περίμενε κανείς, το ουάμπι-σάμπι αγκαλιάζει και τα γηρατειά με την ίδια στοργή που δείχνει στα πάντα. Σε ένα νεανικό, λείο πρόσωπο βλέπει την ίδια ομορφιά όπως και σε ένα ρυτιδιασμένο. Θεωρεί τη νεότητα εξίσου γοητευτική με την ωριμότητα. Το σθένος εξίσου ελκυστικό με την αδυναμία. Επειδή το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο· και επειδή το ένα προϋποθέτει το άλλο.

Όσο νωρίτερα ασκηθούμε στην αποδοχή, τόσο πιο συνειδητά μπορούμε να πούμε «ναι» και στα γηρατειά. Η καλή είδηση είναι ότι, όπως έχει προκύψει από επιστημονικές έρευνες, η ανθεκτικότητά μας, δηλαδή η ικανότητά μας να αντιστεκόμαστε στις κρίσεις, αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο καθώς γερνάμε. Ο λόγος είναι ότι ενισχύεται η ικανότητα της αποδοχής, πράγμα που με τη σειρά του δείχνει πως η ζωή είναι ο καλύτερος δάσκαλός μας.

Η δύναμη της αυτοσυμπόνιας

Όλοι χρειαζόμαστε μια γενναία δόση αυτοεκτίμησης προκειμένου να πορευτούμε αλώβητοι στη ζωή μας, ιδίως στους δύσκολους καιρούς. Και μάλιστα αυτοεκτίμησης που καλό είναι να μην εξαρτάται από τη «βαθμολογία» που μας βάζουν οι άλλοι· με δυο λόγια, αυτή η αυτοεκτίμηση πρέπει να αντέχει και να επιβιώνει όταν τα κάνουμε θάλασσα στη ζωή μας, όταν βιώνουμε την απόρριψη, την ταπείνωση ή την απογοήτευση, και πρέπει να μας στηρίζει όταν δεχόμαστε ένα χτύπημα της μοίρας ή περνάμε μια σοβαρή κρίση στη ζωή μας.

Η «αγάπη για τον εαυτό μας» είναι ο όρος με τον οποίο περιγράφουμε συνήθως αυτό το είδος αυτοεκτίμησης. Ο φιλόσοφος Βίλχελμ Σμιντ μας συμβουλεύει να τον χρησιμοποιούμε με πολλή φειδώ, καθώς είναι εύκολο να μπερδευτεί με τη ναρκισσιστική φιλαυτία, και προτείνει αντ’ αυτού τη χρήση του όρου «φιλία με τον εαυτό μας». Στο ομώνυμο βιβλίο του περιγράφει και κατακρίνει σφόδρα την έντονη ναρκισσιστική αυτο-αποθέωση που χαρακτηρίζει τη σημερινή εποχή της αυτοβελτίωσης. Σύμφωνα με τον Σμιντ, η ατομοκρατία –που χαίρει ιδιαίτερης υπόληψης στη Δύση– έχει αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να έχει καταστροφικές επιπτώσεις σε όλα τα επίπεδα. Και δεν είναι ο μόνος που υιοθετεί αυτή τη στάση. Έρευνες αποδεικνύουν ότι ο ναρκισσισμός έχει απογειωθεί τα τελευταία είκοσι χρόνια· μάλιστα στις ΗΠΑ θεωρείται σχεδόν «επιδημία».

Όπως είπαμε και παραπάνω, μια στάση υπερβολικής φιλαυτίας μπορεί να μετατραπεί πολύ γρήγορα σε μομφή, απαξίωση, μέχρι και μίσος για τον εαυτό μας, όταν στις δύσκολες στιγμές ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα ψεγάδια και τις αδυναμίες μας. Η φιλία με τον εαυτό μας, αντιθέτως, είναι μια σταθερή και πολύ πιο αξιόπιστη στάση, που μας βοηθάει να πορευτούμε στη ζωή μας.

Αλλά καμιά φορά, στα δύσκολα, χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο από αυτό, και συγκεκριμένα την ενεργητική στοργή προς τον εαυτό μας, δηλαδή την αυτοσυμπόνια. Αντί να επικρίνουμε τον εαυτό μας για τα σφάλματα και τις αποτυχίες μας, μπορούμε να εκμεταλλευτούμε την επώδυνη εμπειρία για να μαλακώσουμε την καρδιά μας…

Απόσπασμα από το βιβλίο του Andrea Lohndorf  “Κιντσούγκι – η ομορφιά της ατέλειας”.