Το αρχέτυπο του κινηματογραφικού ντόμπρου και καθαρού μεροκαματιάρη, ο σταράτος μάγκας της διπλανής πόρτας και σύμβολο της ελληνικής ψυχής δηλαδή, δεν είναι άλλο από τον μοναδικό από κάθε άποψη Νίκο Φέρμα.
Ο ηθοποιός που καθιερώθηκε στη μανιέρα του μπεσαλή και μετατράπηκε σε έναν από τους μεγάλους δευτεραγωνιστές του ελληνικού πανιού εμφανίστηκε σε αμέτρητες κυριολεκτικά ταινίες, που ανάλογα με την πηγή κυμαίνονται μεταξύ 120-150 φιλμ!
Ο εμβληματικός δευτερορολίστας των δεκαετιών του 1950 και του 1960 ανάγκαζε μάλιστα τις παραγωγές να καθυστερούν τα γυρίσματά τους αν τον ήθελαν -που τον ήθελαν διακαώς- στο καστ τους, καθώς οι τόσες κινηματογραφικές υποχρεώσεις του δεν του άφηναν χρόνο για χασομέρι, σε πλήρη αντίθεση δηλαδή με τους χαλαρούς ήρωες που ενσάρκωνε συνήθως.
Ο φτωχός βιοπαλαιστής της ζωής, ο φουκαριάρης παλιατζής, ο αμίμητος μικροπωλητής, ο πολυτεχνίτης του μόχθου, ο λωποδυτάκος χαρτοπαίκτης, ακόμα και ο πατέρας αυστηρών αρχών του ελληνικού σινεμά έμεινε στις καρδιές μας ως ο βαρύμαγκας-καρικατούρα της οθόνης, καθώς ο Φέρμας έτσι ήταν και στη ζωή του.
Αυθεντικός και ειλικρινής, ο κλασικός δευτεραγωνιστής μεταπήδησε στην ηθοποιία πρώτης γραμμής σαρώνοντας θέατρο και κινηματογράφο με μοναδικό εφαλτήριο τις τεράστιες υποκριτικές του ικανότητες, χωρίς σταριλίκια και παρασκηνιακές διασυνδέσεις, παραμένοντας ένας χείμαρρος που ξεχείλιζε οθόνη και σανίδι.
Ο απόλυτος άνθρωπος της πιάτσας ήταν τόσο πειστικός στους ρόλους του καθώς έτσι ακριβώς ήταν και στη ζωή του: ένας σωστός μάγκας και άρχοντας. Ήσυχος πάντα και επαγγελματίας από τους λίγους, είχε το συνήθειο να φουμάρει το χασίσι παντού και μια μακρά σειρά από κωμικοτραγικά περιστατικά έχουν μείνει θρυλικά στην εθνική μας κινηματογραφία. Κανείς δεν είχε εξάλλου πρόβλημα με αυτό, καθώς ο Φέρμας ήταν πάντα ευχάριστος τύπος αλλά και τρομερός συνεργάτης, πάντοτε πρόθυμος και δουλευταράς.
Ο γνωστός σκηνοθέτης Ντίνος Δημόπουλος αφηγήθηκε την πρώτη του επεισοδιακή γνωριμία με τον Νίκο Φέρμα στο βιβλίο του «Ένας σκηνοθέτης θυμάται»: «Με πλησιάζει ένας μάγκας βαρύς με το αργό λικνιστικό του περπάτημα εκείνο το πρωινό στο γύρισμα. Είναι ο Νίκος Φέρμας. Συρτή φωνή, νωθρή κίνηση, ματιά θαμπή. -Είσαι για μια τζούρα αφεντικό; -Τι τζούρα, ρωτάω παραξενεμένος. -Μια ρουφηξιά για. -Δεν καπνίζω. -Δεν είναι καπνός. Χόρτο είναι. -Τα χόρτα με πειράζουν στο στομάχι. -Τα λάχανα σε πειράζουν. Κι ετούτο δεν είναι λάχανο. Είναι ανθός. Τράβα μία και θα αρχίσεις να πετάς. Και τα πλάνα θα σου ’ρχονται το ένα μετά το άλλο σαν σύννεφα που τα κυνηγάει ο νοτιάς»!
Ο Φέρμας δεν φοβόταν να παραδεχτεί δημόσια ότι φούμαρε χασίσι και ποτέ δεν έκρυψε την έξη του, ούτε όταν μπήκε το «χόρτο» στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών. Όχι μόνο το απολάμβανε, αλλά σκάρωνε και φάρσες στους μη μυημένους. Ένα από τα γνωστότερα θύματα του χιούμορ του ήταν ο Σωτήρης Μουστάκας, που πρωτόβγαλτος ακόμα στο θέατρο μοιραζόταν με τον Φέρμα το ίδιο καμαρίνι, το οποίο συνήθιζε να μετατρέπει σε τεκέ ο τελευταίος. Νεαρότατος και άβγαλτος καθώς ήταν ο Μουστάκας, ρώτησε κάποια στιγμή τον Φέρμα για το περιεχόμενο του τσιγάρου του και εισέπραξε την απάντηση ότι ήταν φάρμακο για το στομάχι.
Λίγες μέρες αργότερα, κατέφτασε στο θέατρο με στομαχόπονο ο Μουστάκας και ζήτησε από τον συνάδελφό του μια τζούρα από το θεραπευτικό βοτάνι. Έκπληκτος ο Φέρμας, αντιλήφθηκε ότι ο Μουστάκας δεν είχε καταλάβει ότι κάπνιζε χασίς, όταν και γύρισε και του είπε χωρίς περιστροφές: «Μα καλά, ρε Κύπριε, δεν κατάλαβες τι είναι; Χασίσι είναι»!
Αυτός ήταν ο εξαίσιος καρατερίστας του ελληνικού σινεμά, ένας άνθρωπος απλός τόσο μέσα όσο και έξω από το μεγάλο πανί. Γι’ αυτό και ενσάρκωσε εξάλλου ιδανικά τους ανθρώπους της πιάτσας και του περιθωρίου, τους νταήδες, κομπιναδόρους και λαϊκούς τύπους της κοινωνίας, πάντα με την απαράμιλλη ζωντάνια και τη χαρακτηριστική πειστικότητά του…
Ποιος μπορεί να τον ξεχάσει ως αυστηρό πατέρα στον «Μπακαλόγατο», όταν γυρνά στη Μαρίκα Νέζερ και σχολιάζει τα προξενιά που εκείνη φέρνει σωρηδόν για τη μοναχοκόρη του: «Έχει όμως ο γαμπρός υπ’ όψιν του πως εμάς μας λείπουν 99 δραχμές για να βάλουμε στην μπάντα κάνα κατοστάρικο;»!
Πρώτα χρόνια
Ο Νίκος Φέρμας γεννιέται ως Νίκος Χατζηανδρέου το 1905 σε χωριουδάκι της Λέσβου μέσα σε φτωχή αγροτική οικογένεια. Ο μεροκαματιάρης πατέρας με το μικρό κτηματάκι πέθανε ότι ο μοναχογιός του ήταν δεν ήταν τριών ετών και μάνα και γιος εγκαταστάθηκαν τότε στη Μυτιλήνη, όπου και δούλευε οικιακή βοηθός στα αρχοντικά για να μεγαλώσει τον Νίκο.
Το σχολείο δεν το τέλειωσε ο Φέρμας, μιας και η καταραμένη φτώχεια τον έβγαλε στη βιοπάλη ήδη από πολύ νωρίς. Έκανε τα πάντα, πέρασε από πάμπολλες δουλειές του ποδαριού και μέσω των διασυνδέσεων της μάνας του βρέθηκε κάποια στιγμή κλητήρας τραπεζικού υποκαταστήματος.
Παρά το γεγονός ότι η θέση ήταν πολλά υποσχόμενη και σωστό χρυσωρυχείο για τη φτωχή φαμίλια, η στολή που φορούσε ο Φέρμας με τα χρυσά κουμπιά και το πηλίκιο τού την έδινε στα νεύρα! Δεν άντεχε τις τυπικότητες και τις πειθαρχίες, ούτε και τη δουλοπρέπεια με την οποία τον ανάγκαζαν να φέρεται στους πελάτες. Κι έτσι τα παρατά και ψάχνει πάλι για δουλειά, καθώς φαινόταν να μη στεριώνει πουθενά.
Παρά το γεγονός ότι πολλοί τον θεωρούσαν αλήτη στην τοπική κοινωνία, ο Φέρμας είχε πάντα αγάπη για το θέατρο και τα «καλλιτεχνικά», όπως έλεγε, αν και δεν είχε εμπλακεί μέχρι τότε σε καμιά τέτοια δραστηριότητα. Αν και η μοίρα θα του χτυπούσε σύντομα την πόρτα…
Ο Φέρμας ηθοποιός
Είμαστε στα 1923, όταν η Μικρασιατική Καταστροφή αποβιβάζει στη Μυτιλήνη τον γνωστό ηθοποιό της εποχής Δημήτρη Βερώνη, ο οποίος ξεριζώθηκε από τον τόπο του και έψαχνε πια δουλειά στη Λέσβο. Μην έχοντας τι να κάνει, συγκροτεί τον δικό του θίασο από ντόπιους ερασιτέχνες που «τα έλεγαν» και αρχίζει να δίνει παραστάσεις στο νησί.
Αυτός θα ανακαλύψει τον Φέρμα και το υποκριτικό του ταλέντο, καθώς ο βετεράνος ηθοποιός είχε τον τρόπο του να ξετρυπώνει τα φιντάνια. Ο Βερώνης ήταν αυτός που σκαρφίστηκε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Φέρμας», όταν σιγουρεύτηκε ότι ο 18χρονος νεαρός είχε το μικρόβιο της υποκριτικής.
«-Πώς σε λένε;», τον ρώτησε ο Βερώνης, «-Νίκο Χατζηανδρέου. -Νίκο Χατζηανδρέου; Αυτό το όνομα, παιδί μου, είναι ακατάλληλο για το θέατρο. Θα το αλλάξουμε». Κι αφού σκέφτηκε λίγο, αποφάνθηκε τελικά: «-Θα λέγεσαι Φέρμας. Νίκος Φέρμας. Σ’ αρέσει;». Αδιάφορος ο φέρελπις ηθοποιός για το νέο του όνομα, δεν έφερε καμία αντίρρηση, αν και έμελλε να καθιερωθεί σε λίγα χρόνια τόσο στο σανίδι όσο και το πανί με το ψευδώνυμο που δέχτηκε απρόθυμα και χωρίς δεύτερη σκέψη.
Το περιοδεύον μπουλούκι του Βερώνη έδωσε αρκετές παραστάσεις στη Μυτιλήνη και ο Φέρμας ανδρώθηκε υποκριτικά δίπλα στον μέντορά του. Κι έτσι, όταν διαλύθηκε ο θίασος και πιστεύοντας πια στις ικανότητές του, κατέβηκε στην Αθήνα για να κυνηγήσει το όνειρο της ηθοποιίας, σε πείσμα όλων!
Μέσα σε δύο χρόνια, θα βρεθεί να σπουδάζει στη Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου και να παίζει στο αισχύλειο θεατρικό «Επτά επί Θήβας» στο νεοσύστατο Θέατρο Τέχνης του Σπύρου Μελά, κάνοντας το αθηναϊκό ντεμπούτο του. Αφού πήρε μέρος σε όλες τις παραστάσεις των επόμενων σεζόν, δίπλα στα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής, έγινε αργά αλλά σταθερά αναπόσπαστο μέλος της αθηναϊκής θεατρικής σκηνής, γινόμενος κάποια στιγμή περιζήτητος από τους θεατρώνηδες και τους σκηνοθέτες.
Μέσα σε δύο χρόνια, θα βρεθεί να σπουδάζει στη Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου και να παίζει στο αισχύλειο θεατρικό «Επτά επί Θήβας» στο νεοσύστατο Θέατρο Τέχνης του Σπύρου Μελά, κάνοντας το αθηναϊκό ντεμπούτο του. Αφού πήρε μέρος σε όλες τις παραστάσεις των επόμενων σεζόν, δίπλα στα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής, έγινε αργά αλλά σταθερά αναπόσπαστο μέλος της αθηναϊκής θεατρικής σκηνής, γινόμενος κάποια στιγμή περιζήτητος από τους θεατρώνηδες και τους σκηνοθέτες.
Εμφανίστηκε δίπλα στους Χορν, Αυλωνίτη, Κωνσταντάρα, Χατζηχρήστο, Φωτόπουλο, Λαμπέτη, Βουγιουκλάκη, Καρέζη και τους άλλους μεγάλους πρωταγωνιστές της εποχής και όλοι είχαν να πουν έναν καλό λόγο για κείνον.
Με τον Χατζηχρήστο συνδέονταν με βαθιά φιλία και ο Φέρμας ήταν βασικός συνεργάτης του, καθώς κανείς δεν ενσάρκωνε καλύτερα τον τύπο του απλού λαϊκού ανθρώπου. Ο Φέρμας διακρίθηκε κυρίως σε έργα πρόζας αλλά και στη μεγάλη επιθεώρηση του καιρού…
athensmagazine.gr