Το συνειδητό, το υποσυνείδητο και ο ρόλος τους στην επιλογή συντρόφου


Στη ζωή μας, το σύνηθες είναι να κάνουμε συνειδητές επιλογές τις οποίες έχουμε σκεφτεί και επεξεργαστεί. Ζούμε και αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και το περιβάλλον με τις αισθήσεις μας. Συχνά μάλιστα λέμε ότι «είμαστε οι επιλογές μας». Πέρα από αυτό όμως, υπάρχει και κάτι το οποίο δεν είναι γνωστό σε όλους μας. Ο ασυνείδητος κόσμος, που οδηγεί και σε ασυνείδητες επιλογές. Η μη συνειδητή, κρυφή υπόστασή μας, συχνά, οδηγεί σε καθοριστικούς τρόπους συμπεριφοράς και επιλογών.

Κατανοούμε λοιπόν τη σημαντικότητα ενός συντρόφου στη ζωή μας. Η επιλογή ή η μη επιλογή του, πολλές φορές μας δημιουργεί μεγάλη χαρά αλλά και μεγάλη απογοήτευση. Σύμφωνα με έρευνες, αποτελεί και σημαντικό παράγοντα καθορισμού της ευτυχίας μας. Επομένως, χρειάζεται να δούμε αναλυτικά και συγκεκριμένα ποιον και γιατί επιλέγουμε να είναι δίπλα μας.

Σε συνειδητό επίπεδο, παράγοντες που καθορίζουν την επιλογή μας, μπορεί να είναι ο κοινωνικο-οικονομικός, η εθνικότητα, ενδεχομένως η θρησκεία. Σίγουρα μας είναι πιο εύκολο να σχετιστούμε και να είμαστε κοντά με ανθρώπους που έχουμε κοινά στοιχεία και μία συμβατή καθημερινότητα, με όσους ακολουθούμε τα ίδια ήθη, έθιμα και παραδόσεις.

Η σωματική έλξη αποτελεί επίσης ένα σημαντικό στοιχείο για να επιλέξουμε σύντροφο. Βλέποντας έναν πιθανό μελλοντικό σύντροφο, στεκόμαστε στην εικόνα του και την εξωτερική του εμφάνιση. Σε αυτό το σημείο, που έχει να κάνει με την εμφάνιση, συνήθως μας ελκύουν άτομα τα οποία κυρίως μοιάζουν με τις πρώτες γονεϊκές μας φιγούρες, και γενικά τους πρώτους σημαντικούς άλλους στη ζωή μας.

Η Προσωπικότητα επίσης. Στοιχεία της προσωπικότητας αποτελούν, η μόρφωση, οι ικανότητες, η ευφυΐα. Μαζί με τους τρόπους συμπεριφοράς αλλά και τα ενδιαφέροντα συμβάλλουν στην επιλογή του κατάλληλου προσώπου. Όλοι οι προαναφερθέντες αποτελούν συνειδητούς παράγοντες επιλογής συντρόφου. Τι γίνεται όμως με τους ασυνείδητους;

Η ωριμότητα έχει έναν ιδιαίτερο ρόλο. Όσο πιο ώριμοι είμαστε τόσο περισσότερο επιλέγουμε σύντροφο με συνειδητό τρόπο. Όσο πιο ανώριμοι, τόσο και η επιλογή μας γίνεται ασυνείδητα. Η ασυνείδητη επιλογή υποδηλώνει μια δυσκολία και προσκόλληση στα ψυχοσεξουαλικά στάδια* της ανάπτυξης μας. Οι εμπειρίες της πρώιμης παιδικής ηλικίας καθορίζουν σε τεράστιο βαθμό το μετέπειτα σενάριο της ενήλικης ζωής μας. Πιο συγκεκριμένα, η ασυνείδητη επιλογή συντρόφου γίνεται κυρίως με δύο τρόπους:

Η συμπληρωματική επιλογή

Συμβαίνει όταν επιλέγουμε έναν σύντροφο με παρόμοια αναπτυξιακά προβλήματα με τα δικά μας. Έτσι μπορούμε να προβάλλουμε ο ένας στον άλλον όλα αυτά τα προβλήματα. Μεγαλώνοντας και σχηματίζοντας τον χαρακτήρα μας ταυτιζόμαστε με τον γονέα του ίδιου φύλου παίρνοντας χαρακτηριστικά και από τον άλλο γονέα. Η ταύτιση είναι είτε θετική είτε αρνητική, είτε θέλοντας να μοιάσουμε στον γονέα μας είτε όχι. Στη συμπληρωματική επιλογή ταυτιζόμαστε με τον γονέα του ίδιου φύλου και αυτό συνιστά μια κανονική μορφή ωρίμανσης. Αναζητάμε κάποιον σαν τη μητέρα ή τον πατέρα μας ανάλογα με το φύλο μας.

Η αντιθετική επιλογή

Το δεύτερο είδος επιλογής, συνιστά μια δύσκολη και παθολογική κατάσταση. Το άτομο συνήθως επιλέγει έναν σύντροφο που είναι το αντίθετο από την ασυνείδητη εικόνα του γονέα του αντίθετου φύλου. Για παράδειγμα, ένα άνδρας με μία δυναμική και εξουσιαστική μητέρα, επιλέγει μία χαμηλών τόνων, υποτακτική γυναίκα. Αντίστοιχα λειτουργεί η γυναίκα στην επιλογή του άντρα, επιλέγει δηλαδή κάποιον με αντίθετα χαρακτηριστικά από αυτά που έχει ο πατέρας της.

Σε αυτό το είδος επιλογής, την αντιθετική, μπορεί επίσης το άτομο να ταυτίζεται με τον γονέα του αντίθετου φύλου (ασυνείδητη λανθάνουσα ομοφυλοφιλία) και να επιλέγει σύντροφο που να μοιάζει με τον γονέα του ίδιου φύλου. Αν για παράδειγμα μια γυναίκα ταυτίζεται (σε χαρακτηριστικά της προσωπικότητας κυρίως) με τον πατέρα της, θα επιλέξει σύντροφο που θα μοιάζει στη μητέρα της. Σε αυτό το είδος επιλογής εμφανίζονται μεγάλα ποσοστά συντροφικής δυσαρμονίας, μη ικανοποίησης (και σεξουαλικής) από τη σχέση, άρα και μεγαλύτερα ποσοστά χωρισμών.

Η εικόνα του συντρόφου που ψάχνουμε είναι συχνά η εξιδανικευμένη μορφή, εικόνα του πατέρα ή της μητέρας ανάλογα με το φύλο μας. Η εικόνα δηλαδή του πώς θα θέλαμε να είναι και όχι όπως πραγματικά είναι. Όσο πιο άσχημη υπήρξε η συμπεριφορά των γονέων, τόσο πιο εξιδανικευμένη και δύσκολη γίνεται η επιλογή συντρόφου. Κυρίως τα προβλήματα της πρώτης μας σχέσης με τη μητέρα δημιουργούν και τους μετέπειτα δυσλειτουργικούς έρωτες στην ενήλικη ζωή.

Σε αυτή την περίπτωση, αναζητάμε έναν ιδανικό σύντροφο που θα μας αγαπήσει, θα μας εκτιμήσει γι’ αυτό που είμαστε, όπως έπρεπε να έχει κάνει (αλλά δεν κατάφερε) η μητέρα μας. Όσο περισσότερο κάποιος αναζητά την «επιθυμητή μητέρα» τόσο πιο πολύ την εξιδανικεύει. Είναι μια ναρκισσιστική ανάγκη, η οποία δύσκολα εκπληρώνεται, καθώς δημιουργεί μη ρεαλιστικές προσδοκίες.

Όπως είναι εμφανές, όταν το άτομο μεγαλώνει με ένα υγιές μητρικό πρότυπο, μια ισορροπημένη μητέρα, κατανοεί τα λάθη της και τα μειονεκτήματά της με ώριμο τρόπο. Δύναται να εμπεριέχει και την όμορφη αλλά και την λιγότερο καλή συμπεριφορά της. Το ίδιο μετέπειτα θα κάνει και με τον σύντροφό του. Ουσιαστικά επαναλαμβάνουμε στην ενήλικη ζωή μας αυτό που μάθαμε στην πατρική μας οικογένεια.

Θεωρία του Δεσμού

Ο Bowlby ορίζει ως «Δεσμό Προσκόλλησης» το συναισθηματικό δεσμό ανάμεσα σε ένα βρέφος και μια ή δύο βασικές μορφές στη ζωή του, κάποια «σημαντικά» πρόσωπα που ασκούν την πρωταρχική φροντίδα του βρέφους. Η αλληλεπίδραση του παιδιού με τους γονείς, το πώς δηλαδή οι γονείς ανταποκρίνονταν στις συμπεριφορές του βρέφους, δημιουργούσε σε αυτό προσδοκίες για τον εαυτό του και τους άλλους και για τις διαπροσωπικές του σχέσεις γενικότερα. Η ασφάλεια ή μη που αντλούσε το βρέφος από τις πρώιμες προσκολλήσεις επηρέαζε καθοριστικά την ανάπτυξη εμπιστοσύνης προς το εαυτό του και τους άλλους.

Ασφαλής Δεσμός Προσκόλλησης

Το βρέφος αισθάνεται άνετα και εξερευνά το χώρο όταν η μητέρα είναι παρούσα, αλλά είναι στενοχωρημένο και δείχνει δυσφορία, όταν η μητέρα φεύγει. Δείχνει, ωστόσο, ευχαρίστηση και χαρά, όταν η μητέρα επιστρέφει και πάλι. Αυτά τα βρέφη ανταποκρίνονται με χαρά στην αλληλεπίδραση ή επανένωση με τους γονείς, αναζητούν την επαφή με τους γονείς και όταν είναι λυπημένα εκδηλώνουν εμπιστοσύνη στις εκδηλώσεις των γονιών τους απέναντί τους. Στον ασφαλή δεσμό, οι γονείς είναι εναρμονισμένοι με τις ανάγκες του παιδιού και ανταποκρίνονται άμεσα.

«Ανασφαλής Δεσμός Προσκόλλησης»

Χαρακτηρίζεται από φόβο, άγχος, θυμό, ή αδιαφορία προς το βασικό φροντιστή. Το βρέφος μπορεί να δείξει αδιαφορία κατά την επιστροφή του φροντιστή – δε δείχνει χαρά ή αγνοεί εντελώς το πρόσωπο. Οι Τύποι Ανασφαλούς Προσκόλλησης μπορούν να διακριθούν στους ακόλουθους:

Αγχώδης / Αποφευκτική Προσκόλληση

Χαρακτηρίζει τα βρέφη που εκφράζουν αγωνία και θυμό όταν ο φροντιστής φεύγει, και δεν είναι σε θέση να παρηγορηθούν όταν επιστρέφει. Είναι απρόθυμα να εξερευνήσουν το περιβάλλον, αναστατώνονται εύκολα και παρουσιάζουν απογοήτευση με τις ανταποκρίσεις των γονιών τους, τους αποφεύγουν ή αγνοούν εντελώς την παρουσία τους, δείχνουν μικρή ανταπόκριση όταν οι γονείς είναι κοντά, και συχνά εμφανίζουν ισχυρές συναισθηματικές εκρήξεις. Σε αυτή τη μορφή προσκόλλησης το βρέφος αποφεύγει το πρόσωπο που το φροντίζει και ενεργεί ψυχρά απέναντί του. Οι γονείς δεν ανταποκρίνονται άμεσα και συνήθως είναι επικριτικοί και αντιδρούν με θυμό ή τιμωρία όταν τα παιδιά εκφράζουν έντονα συναισθήματα.

Αμφίσημη – Με Αντίσταση Προσκόλληση

Χαρακτηρίζει τα βρέφη που αρχικά προσκολλώνται στο φροντιστή, ενώ μετά αντιστέκονται απέναντί του. Αναζητούν τους γονείς, αλλά στη συνέχεια αγωνίζονται να ξεφύγουν. Οι γονείς χαρακτηρίζονται από ασταθή απαιτητικότητα. Οι μητέρες τείνουν να αγνοούν τα σήματα του βρέφους για προσοχή και γενικά είναι απρόβλεπτες στην ανταπόκρισή τους.

Αποδιοργανωμένη Προσκόλληση

Χαρακτηρίζει τα βρέφη που δεν είναι προβλέψιμα στη συμπεριφορά τους, φαίνεται να μην μπορούν να αντεπεξέλθουν εύκολα ή να παρηγορηθούν όταν είναι αναστατωμένα και δείχνουν ενδείξεις φόβου ή σύγχυσης προς το πρόσωπο του προσώπου που τα φροντίζει. Ο τρόπος προσκόλλησης με τους γονείς ή τους κηδεμόνες έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες στην ενήλικη ζωή μας. Ειδικότερα, το είδος προσκόλλησης μπορεί να χρησιμεύσει ως προγνωστικό μέσο των συντροφικών μας σχέσεων ως ενήλικες. Δηλαδή, τείνουμε να δημιουργούμε ερωτικούς δεσμούς με βάση τον τρόπο φροντίδας που πήραμε ως παιδιά. Ερευνητές διαπίστωσαν, ότι γυναίκες με ασφαλή «Δεσμό Προσκόλλησης, είχαν πιο θετικά συναισθήματα ως ενήλικες, στις συντροφικές σχέσεις τους, σε σύγκριση με άλλες γυναίκες που είχαν ανασφαλείς μορφές προσκόλλησης (McCarthy, 1999).

Ο Ganahl (2001), αναφέρει ότι τα εγκαταλελειμμένα, στερημένα αγάπης παιδιά, ή αυτά που δέχτηκαν υπερβολικό έλεγχο, επαναλάμβαναν το ανασφαλές μοτίβο και στην ενήλικη ζωή τους – προκειμένου να μετριάσουν την οργή που βίωσαν – και μπορούν να κάνουν τα πάντα για να κρατήσουν ζωντανή μια σχέση, ακόμη και αν αυτή υπάρχει στη φαντασία τους.

Επιπλέον, κάνουν οτιδήποτε για να κατακτήσουν ή να διατηρήσουν το πρόσωπο του πόθου τους, όντας ανίκανα να δεχθούν την απόρριψη . Το άτομα αυτά επιμένουν ακόμη και αν ο σύντροφος δεν είναι συναισθηματικά ή σεξουαλικά διαθέσιμος, παραμένοντας σε μια σχέση με οποιοδήποτε κόστος, ακόμη και σε περιπτώσεις βίας και κακοποίησης. Σύμφωνα με τον Burris (1999), αυτή η «συνεξάρτηση» χαρακτηρίζεται από υπερβολική εξάρτηση στις σχέσεις, ιδιαίτερα με χειριστικά άτομα, ως μέσο για προσωπική ολοκλήρωση του ατόμου – ένα σύνδρομο που πιστεύεται ότι αναπτύσσεται, εν μέρει, λόγω δυσλειτουργικής ανατροφής των παιδιών.

Μια από τις όχι και τόσο εμφανείς «μορφές» των ατόμων αυτών, είναι οι ναρκισσιστικά εξαρτημένοι, κύριο μέλημα των οποίων είναι η δική τους ευτυχία. Έχουν μια ψεύτικη αίσθηση μεγαλείου και αυτό τους χρησιμεύει για να κρύβουν τη χαμηλή αυτοεκτίμησή τους. Βασικός στόχος τους είναι να ελέγχουν, και τα «όπλα» τους είναι η αποπλάνηση και η κυριαρχία. Εδώ δεν υπάρχουν εμφανή σημάδια εθισμού, και δεν μπορεί κανείς να αναγνωρίσει εύκολα ότι είναι «εθισμένοι» στη σχέση, επειδή φαίνονται απόμακροι και αδιάφοροι.

Τέλος, υπάρχουν και οι «αμφιθυμικοί». Η «Αμφιθυμική Εξάρτηση» δημιουργείται από την αμφιθυμική προσκόλληση. Ο φόβος της οικειότητας εμποδίζει τα άτομα αυτά να δεσμευτούν σε μια σχέση ή να αφήσουν τους εαυτούς τους να μοιραστούν ελεύθερα την αγάπη, ακόμα κι αν το επιθυμούν βαθιά. Γι’αυτούς είναι εύκολο να εγκαταλείψουν μια σχέση, αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να προχωρήσουν μετά στη ζωή τους.

Είναι εμφανές ότι τα άτομα με ανασφαλείς δεσμούς προσκόλλησης κατά τα πρώτα χρόνια της ζωή στους, στις ενήλικες συντροφικές τους σχέσεις, είναι εξαρτημένα από τους συντρόφους τους, συχνά τους εκμεταλλεύονται ή παρουσιάζουν εγωιστική, χειριστική και αμφιθυμική συμπεριφορά. Αποφεύγουν την αληθινή συναισθηματική οικειότητα και σύνδεση, παρόλο που επιθυμούν την αγάπη, την οποία, όμως και φοβούνται ταυτόχρονα.

Συνοψίζοντας, διαπιστώνουμε ότι η ποιότητα της σχέσης του βρέφους με τους γονείς (πρώτους φροντιστές) και κυρίως με τη μητέρα στα πρώτα χρόνια της ζωής, επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό το άτομο, ψυχικά, συναισθηματικά, κοινωνικά, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, και κυρίως όσον αφορά στον τρόπο που μετέπειτα θα σχετιστεί με τους συντρόφους του.

Συνειδητά η ασυνείδητα η επιλογή συντρόφου είναι καθοριστική στην ζωή μας, κυρίως στα μετέπειτα χρόνια και όχι στην αρχή μιας σχέσης που όλα μοιάζουν όμορφα και ειδυλλιακά. Χρειάζεται να γίνει κατανοητό πως για να αισθανθούμε ολοκληρωμένοι μέσα σε μία σχέση θα πρέπει πρώτα να έχουμε φροντίσει, αποδεχθεί και αγαπήσει τον ίδιο μας τον εαυτό. Η αυτοεκτίμηση και ο αυτοσεβασμός αποτελούν προϋποθέσεις για μια ισότιμη σχέση. Χρειάζεται επίσης ο σεβασμός του ένα προς τον άλλο και η οριοθέτηση των πατρικών οικογενειών και των δύο, καθώς σε πολλές περιπτώσεις οι εμπλοκές και παρεμβάσεις τους δεν έχουν τα καλύτερα αποτελέσματα. Η συνειδητοποίηση του παρελθόντος και της επίδρασης της οικογένειας του καθένα στην ενήλικη πλέον ζωή, πρέπει πρώτα από όλα να γίνει αποδεκτή και στη συνέχεια να αντιμετωπιστεί. Οι σχέσεις απαιτούν αφοσίωση, συμβιβασμό, προσπάθεια και κυρίως αμοιβαίες υποχωρήσεις.

*Ψυχοσεξουαλικά Στάδια: ο άνθρωπος από την πρώτη στιγμή της γέννησής του διέρχεται κάποια στάδια ανάπτυξης (στοματικό, πρωκτικό, φαλλικό, λανθάνουσας σεξουαλικότητας, γεννητικό) και ο απώτερος σκοπός του είναι να ικανοποιήσει τις βιολογικές αλλά και σεξουαλικές του ανάγκες.

*Οιδιποδειακούς: Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα στην ψυχαναλυτική θεωρία αποτελείται από μια ομάδα ασυνείδητων (απωθημένων) ιδεών και συναισθημάτων που συγκεντρώνονται πάνω στην επιθυμία της απόκτησης του γονιού του αντίθετου φύλου και της εξόντωσης του γονιού του ιδίου φύλου. Τον όρο εισήγαγε ο Sigmund Freud βασισμένος στον μύθο του Οιδίποδα, ο οποίος, χωρίς να το γνωρίζει, σκότωσε τον πατέρα του Λάιο και παντρεύτηκε τη μητέρα του Ιοκάστη. Σύμφωνα με τον Sigmund Freud το οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι συχνό φυλογενετικό φαινόμενο το οποίο ωστόσο είναι πηγή έντονων τύψεων στους ανθρώπους.

Πηγές:  enallaktikidrasi.com